ποδήρης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures

Source
(T22)
(33)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ποδηρες, accusative ποδηρην, Lachmann's stereotyped edition; Tdf. edition 7 in [[ἄρσην]] ([[πούς]], and [[ἀρῶ]] 'to [[join]] [[together]],' '[[fasten]]'), reaching to the feet ([[Aeschylus]], [[Euripides]], [[Xenophon]], [[Plutarch]], others): ὁ [[ποδήρης]] ([[namely]], [[χιτών]], ἡ [[ποδήρης]] ([[namely]], [[ἐσθής]]), a [[garment]] reaching to the ankles, [[coming]] [[down]] to the feet, [[χιτών]] [[ποδήρης]], [[Xenophon]], Cyril 6,4, 2; [[Pausanias]], 5,19, 6; [[ὑποδύτης]] [[ποδήρης]], [[ἔνδυμα]] [[ποδήρης]], Josephus, b. j. 5,5, 7)). (Cf. Trench, § l. [[under]] the [[end]].)  
|txtha=ποδηρες, accusative ποδηρην, Lachmann's stereotyped edition; Tdf. edition 7 in [[ἄρσην]] ([[πούς]], and [[ἀρῶ]] 'to [[join]] [[together]],' '[[fasten]]'), reaching to the feet ([[Aeschylus]], [[Euripides]], [[Xenophon]], [[Plutarch]], others): ὁ [[ποδήρης]] ([[namely]], [[χιτών]], ἡ [[ποδήρης]] ([[namely]], [[ἐσθής]]), a [[garment]] reaching to the ankles, [[coming]] [[down]] to the feet, [[χιτών]] [[ποδήρης]], [[Xenophon]], Cyril 6,4, 2; [[Pausanias]], 5,19, 6; [[ὑποδύτης]] [[ποδήρης]], [[ἔνδυμα]] [[ποδήρης]], Josephus, b. j. 5,5, 7)). (Cf. Trench, § l. [[under]] the [[end]].)  
}}
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΜΑ<br />(για ενδύματα) αυτός που φτάνει [[μέχρι]] [[κάτω]] στα πόδια (α. «πέπλοι ποδήρεις», <b>Ευρ.</b><br />β. «καὶ χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ποδήρης]]<br />α) ο [[αρχιερατικός]] [[χιτώνας]] του αρχιερέα τών Ιουδαίων<br />β) ο [[ιερατικός]] [[χιτώνας]], το [[στιχάριον]] («ἱερέων ποδήρη κατακοσμούμενος», Μηναί.)<br />γ) ο [[χιτώνας]] τών αγγέλων<br />δ) ο [[χιτώνας]] του Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ποδήρης]]<br />το [[πλοίο]] με τα [[κουπιά]] («[[ποδήρης]]<br />ἡ ναῡς, ἡ τοῑς ποσὶν ἐρεσσομένη ταῑς κώπαις», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποδήρη</i><br />τα [[κάτω]] [[άκρα]], τα τμήματα τών ποδιών από τους αστραγάλους και [[κάτω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ποδήρης]] [[κίων]]» — [[κολόνα]] [[στερεά]] και υψηλή («ὑψηλής στέγης στῡλον ποδήρη», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[ποδήρης]] [[ἀσπίς]]» — [[ασπίδα]] που φτάνει [[μέχρι]] [[κάτω]] στα πόδια, που καλύπτει όλο το [[σώμα]]<br />γ) «[[ποδήρης]] [[πώγων]]» — [[γενειάδα]] που φτάνει [[μέχρι]] [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>κλιν</i>-[[ήρης]], <i>ξιφ</i>-[[ήρης]])].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδήρης Medium diacritics: ποδήρης Low diacritics: ποδήρης Capitals: ΠΟΔΗΡΗΣ
Transliteration A: podḗrēs Transliteration B: podērēs Transliteration C: podiris Beta Code: podh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A reaching to the feet, πέπλοι, χιτὼν π., a robe that falls over the feet, E.Ba.833, X.Cyr.6.4.2, Paus.5.19.6, etc. (later ποδήρης alone (sc. χιτών) of the High Priest's robe, LXXEx.25.6, Aristeas96); π. ἀσπίς large shield which covered the body down to the feet, X.An.1.8.9, Cyr.6.2.10: Com., πώγων π. καθεῖται Plu.2.52c.    2 ναῦς π. a ship with feet, i.e. oars, Hsch., Eust.1515.29; στῦλος π. a firmly based pillar, A.Ag.898.    3 τὰ π. parts about the feet, feet, ib.1594. (-ήρης perh. from -ᾱρης, cf. Arc. pr. n. Ποδάρης.)

German (Pape)

[Seite 643] ες, bis auf die Füße reichend, sie berührend; πέπλοι ποδήρεις, Eur. Bacch. 831; χιτών, Xen. Cyr. 6, 4, 2; auch ἀσπίς, 6, 2, 10; Folgde; auch πώγων, Plut. ad. et am. discr. 9. – Bei Aesch. ist στύλος ποδήρης ὑψηλῆς στέγης ein hoher Pfeiler, Ag. 872, u. τὰ ποδήρη, neben χερῶν ἄκρους κτένας, ib. 1576, sind die Füße selbst. – Nach Hesych auch ein Schiff, das Ruder statt der Füße hat.

Greek (Liddell-Scott)

ποδήρης: -ες, ὁ μέχρι τῶν ποδῶν καταβαίνων, πέπλος, χιτὼν π., ἔνδυμα καταβαῖνον μέχρι τῶν ποδῶν μὲ πτυχὰς καθέτους καὶ παραλλήλους, ὡς ἐν τοῖς ἀρχαϊκοῖς ἀγάλμασι τῶν Ἑλλήνων, Εὐρ. Βάκχ. 833, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2, Παυσ. 5. 19, 6, κλπ.· π. ἀσπὶς ἡ μεγάλη ἀσπὶς ἥτις ἐκάλυπτε τὸ σῶμα ὅλον μέχρι καὶ αὐτῶν τῶν ποδῶν, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, Κύρ. 6. 2, 10 ·κωμ., πώγων καθεῖται π. Πλούτ. 2. 52C· μεταφ., ἴσως ἐκ τῆς πρὸς κίονα ὁμοιότητος τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, στῦλος π., εὐθύς, ἰσχυρός, στερεός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 898. 2) ναῦς π., πλοῖον μετὰ ποδῶν, δηλ. κωπῶν, Εὐστ. 1515. 29· «ποδήρης· ἡ ναῦς, ἡ τοῖς ποσὶν ἐρεσσομένη ταῖς κώπαις» Ἡσύχ. 3) τὰ ποδήρη, τὰ περὶ τοὺς πόδας μέρη τοῦ σώματος, οἱ πόδες, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1594. ― (Περὶ τῆς καταλήξεως -ήρης, ἴδε ἐν λ. τριήρης.)

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 qui descend jusqu’aux pieds (robe, vêtement, bouclier);
2 qui a des pieds, ajusté avec des pieds : στῦλος ESCHL colonne qui repose sur le sol ; τὰ ποδήρη les pieds.
Étymologie: πούς, ἄρω.

English (Strong)

from πούς and another element of uncertain affinity; a dress (ἐσθής implied) reaching the ankles: garment down to the foot.

English (Thayer)

ποδηρες, accusative ποδηρην, Lachmann's stereotyped edition; Tdf. edition 7 in ἄρσην (πούς, and ἀρῶ 'to join together,' 'fasten'), reaching to the feet (Aeschylus, Euripides, Xenophon, Plutarch, others): ὁ ποδήρης (namely, χιτών, ἡ ποδήρης (namely, ἐσθής), a garment reaching to the ankles, coming down to the feet, χιτών ποδήρης, Xenophon, Cyril 6,4, 2; Pausanias, 5,19, 6; ὑποδύτης ποδήρης, ἔνδυμα ποδήρης, Josephus, b. j. 5,5, 7)). (Cf. Trench, § l. under the end.)

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ
(για ενδύματα) αυτός που φτάνει μέχρι κάτω στα πόδια (α. «πέπλοι ποδήρεις», Ευρ.
β. «καὶ χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτόν», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ποδήρης
α) ο αρχιερατικός χιτώνας του αρχιερέα τών Ιουδαίων
β) ο ιερατικός χιτώνας, το στιχάριον («ἱερέων ποδήρη κατακοσμούμενος», Μηναί.)
γ) ο χιτώνας τών αγγέλων
δ) ο χιτώνας του Χριστού
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ποδήρης
το πλοίο με τα κουπιάποδήρης
ἡ ναῡς, ἡ τοῑς ποσὶν ἐρεσσομένη ταῑς κώπαις», Ευστ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποδήρη
τα κάτω άκρα, τα τμήματα τών ποδιών από τους αστραγάλους και κάτω
3. φρ. α) «ποδήρης κίων» — κολόνα στερεά και υψηλή («ὑψηλής στέγης στῡλον ποδήρη», Αισχύλ.)
β) «ποδήρης ἀσπίς» — ασπίδα που φτάνει μέχρι κάτω στα πόδια, που καλύπτει όλο το σώμα
γ) «ποδήρης πώγων» — γενειάδα που φτάνει μέχρι κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ήρης (Ι) (πρβλ. κλιν-ήρης, ξιφ-ήρης)].