ἀνέγκλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(T22)
(4)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀνέγκλητον (alpha privative and [[ἐγκαλέω]], [[which]] [[see]]), [[that]] cannot be called to [[account]], unreprovable, unaccused, [[blameless]]: [[Xenophon]], [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Aristotle]], others) (Cf. Trench, § ciii.)  
|txtha=ἀνέγκλητον (alpha privative and [[ἐγκαλέω]], [[which]] [[see]]), [[that]] cannot be called to [[account]], unreprovable, unaccused, [[blameless]]: [[Xenophon]], [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Aristotle]], others) (Cf. Trench, § ciii.)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνέγκλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί, [[άμεμπτος]], [[άψογος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[πράξη]]) μη [[αξιόποινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εγκαλώ]] «[[απαιτώ]] δικαστικώς, [[μηνύω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέγκλητος Medium diacritics: ἀνέγκλητος Low diacritics: ανέγκλητος Capitals: ΑΝΕΓΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anénklētos Transliteration B: anenklētos Transliteration C: anegklitos Beta Code: a)ne/gklhtos

English (LSJ)

ον,

   A without reproach, blameless, X.HG6.1.13, D.Ep.2.14; διαφυλάττειν τοὺς πολίτας ἀ. Arist.Rh.1360a16; ἀ. ἑαυτὸν παρέχειν IG22.1271, cf. CIG2270.7 (Delos). Adv. -τως D.17.2, SIG436. 6 (Delph., iii B. C.), PIand.33.14 (ii A. D.).    II giving no ground for dispute, ἀ. τὰς οὐσίας πρὸς ἀλλήλους κατασκευάζεσθαι Pl.Lg.737a. Adv. -τως, ἔχειν Arist.Pol.1321b22.    III Act. in Adv. -τως uncomplainingly, Plu.2.102e.

German (Pape)

[Seite 219] nicht beschuldigt, unbescholten, Plat. Legg. V, 737 a; vgl. Xen. Hell. 6, 1, 4 Mem. 2, 8, 5. – Adv., ἀνεγκλήτως χρῆσθε τῷ συμφέροντι Dem. 17, 2; ἔχειν Arist. pol. 6, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέγκλητος: -ον, ὁ μὴ ἐγκαλούμενος, μὴ κατηγορούμενος, ὁ ἄνευ μομφῆς, ἄμεμπτος, Ξεν. Ἀπομ. 6. 1, 13, Δημ. 1470. 22· ἀνεγκλήτους... τὰς οὐσίας πρὸς ἀλλήλους κατασκευάζεσθαι, ἄνευ ἀφορμῶν εἰς παράπονα. Πλάτ. Νόμ. 737Α· διαφυλάττειν τινὰς ἀν Ἀριστ. Ρητ. 1. 4. 11· ἀν. ἑαυτὸν παρέχεσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 7. - Ἐπίρρ. -τως Δημ. 212. 8, Συλλ. Ἐπιγρ. 1608b, κτλ. ἀν. ἔχειν Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irréprochable.
Étymologie: ἀ, ἔγκλητος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. y abstr. o colectivos personales irreprochable, íntegro X.HG 6.1.13, Mem.2.8.5, ἀ. ἐμαυτὸν ... παρέχειν Isoc.15.97, ἀνεγκλήτους τοὺς πολίτας Arist.Rh.1360a16, (γυνή) ἀ. οὖσα PGrenf.1.21.18 (II a.C.), cf. IG 22.1271.8 (III a.C.), ἀ. τὴν πόλιν ... παρέσχεν Isoc.15.127, ἡ νομικὴ (φιλία) ἀ. Arist.EE 1243a6, cf. D.Ep.2.14, I.AI 10.281
c. gen. de abstr. τῆς φιλοσόφου ἀνέγκλητον μοίρας (ἐμαυτόν) παρέσχον me presenté irreprochable en mi cometido de filósofo Pl.Ep.329b
tb. c. ἐπί: ἀ. ἐπὶ τοῖς νεωτερισμοῖς I.AI 17.289
c. dat. de pers. ἀνέγκλητός σοι ὤν careciendo de reproches ante ti, PSI 541.6 (III a.C.).
2 jur., de pers. no sujeto a reclamación legal ἡ ὁμολογοῦσα ἀ. ἔστῳ (sic) SB 7619.22 (I d.C.).
3 de cosas que no da motivo de disputas ἀνεγκλήτους γὰρ δεῖ τὰς οὐσίας πρὸς ἀλλήλους κατασκευάζεσθαι Pl.Lg.737a.
II adv. -ως
1 sin recibir reproche ἀ. ... χρῆσθε τῷ συμφέροντι D.17.2, cf. SIG 436.6 (Delfos III a.C.), PIand.33.14 (II d.C.), ἀ. εἰσμετρεῖν honradamente, PEnteux.47.re.3 (II d.C.).
2 sin dar motivo de litigio ὅπως ἀ. ἔχωσιν Arist.Pol.1321b22, cf. PMasp.97.29 (VI d.C.).
3 sin hacer reproche τῇ διανομῇ τῶν πραγμάτων ἀνεγκλήτως ... ἕπεσθαι Plu.2.102e.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of ἐγκαλέω; unaccused, i.e. (by implication) irreproachable: blameless.

English (Thayer)

ἀνέγκλητον (alpha privative and ἐγκαλέω, which see), that cannot be called to account, unreprovable, unaccused, blameless: Xenophon, Plato, Demosthenes, Aristotle, others) (Cf. Trench, § ciii.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνέγκλητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί, άμεμπτος, άψογος
νεοελλ.
(για πράξη) μη αξιόποινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εγκαλώ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»].