ἐπαλλαγή: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />échange ; union, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαλλάσσω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />échange ; union, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαλλάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαλλαγή]], η (Α)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> διαδοχική και γρήγορη [[αλλαγή]], [[εναλλαγή]]<br /><b>2.</b> η [[μετάβαση]] από μια [[κατάσταση]] σε [[άλλη]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> το [[συντακτικό]] [[σχήμα]] της έλξεως, [[αλλιώς]] [[σύζευξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναρμογή]] ενός πράγματος [[μέσα]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> «γάμων [[ἐπαλλαγή]]» — η [[επιγαμία]], ο [[σύνδεσμος]] (οικογενειών <b>κ.λπ.</b>) με τον γάμο, η [[επιμιξία]]<br /><b>3.</b> (για τα [[νεύρα]]) [[διασταύρωση]]<br /><b>4.</b> [[δώρο]] για την [[ανταλλαγή]] νομίσματος <b>πάπ.</b>.
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαλλᾰγή Medium diacritics: ἐπαλλαγή Low diacritics: επαλλαγή Capitals: ΕΠΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: epallagḗ Transliteration B: epallagē Transliteration C: epallagi Beta Code: e)pallagh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἐπάλλαξις, γάμων ἐπαλλαγή, = ἐπιγαμία, Hdt.1.74; τὰς ἐ. τῶν σωμάτων their fitting into one another, Democr. ap. Arist.Fr. 208; crossing, νεύρων Aret.SD1.7.    II premium on exchange of currency, PCair.Zen.22.2 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, Verbindung, γάμων, = ἐπιγαμία, Her. 1, 74; im plur., D. Hal. 10, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαλλαγή: ἡ = ἐπάλλαξις, γάμων ἐπαλλαγὴν ποιεῖν Ἡρόδ. 1. 74 (ὅμοιον τῷ ἐπιγαμίας ποιεῖσθαι ἐν 2. 147· πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 60)· ἐφαρμογή, συναρμογὴ πράγματός τινος πρὸς ἕτερον, τὰς ἐπαλλαγάς... τῶν σωμάτων Ἀριστ. Ἀποσπ. 202.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
échange ; union, mariage.
Étymologie: ἐπαλλάσσω.

Greek Monolingual

ἐπαλλαγή, η (Α)
νεοελλ.
1. διαδοχική και γρήγορη αλλαγή, εναλλαγή
2. η μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη
3. γραμμ. το συντακτικό σχήμα της έλξεως, αλλιώς σύζευξη
αρχ.
1. συναρμογή ενός πράγματος μέσα σε άλλο
2. «γάμων ἐπαλλαγή» — η επιγαμία, ο σύνδεσμος (οικογενειών κ.λπ.) με τον γάμο, η επιμιξία
3. (για τα νεύρα) διασταύρωση
4. δώρο για την ανταλλαγή νομίσματος πάπ..