μετάβολος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />changeant, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />changeant, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μετάβολος]], -ον (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετάβολον</i><br />[[αντίγραφο]]|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβλητός]], [[ευμετάβλητος]] («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς [[ἄλλοτε]] [[ἄλλως]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που πωλεί λειανικά (α. «ἱματιοπῶλαι μετάβολον» β. «μεταβόλων ἁλιέων»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μετάβολος]]<br />[[μεταπράτης]], [[μεταπωλητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κατά]]-<i>βολος</i>, [[παρά]]-<i>βολος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάβολος Medium diacritics: μετάβολος Low diacritics: μετάβολος Capitals: ΜΕΤΑΒΟΛΟΣ
Transliteration A: metábolos Transliteration B: metabolos Transliteration C: metavolos Beta Code: meta/bolos

English (LSJ)

ον,

   A changeable, Plu.2.428b, Ptol.Tetr.96.    II as Subst., = μεταβολεύς 1, huckster, retail dealer, opp. ἔμπορος, GDI iv p.876 (Chios, prob. from Erythrae, iv B. C.), cf. PRev.Laws 48.3 (iii B. C.), LXX Is.23.2,3, PTeb.116.20 (ii B. C.), Sch.Ar.Pax446; τοὶ μ. τοὶ ἐν τοῖς ἰχθύσιν SIG1000.21 (Cos, i B. C.): as Adj., ἱματιοπῶλαι μ. retail clothes-dealers, OGI629.83 (Palmyra, ii A. D.); μ. ἁλιεῖς Ostr.1449 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 145] veränderlich, καὶ παντοδαπὸς ἄνθρωπος, Plut. de amic. mult. g. E.; nach Schol. Ar. Nubb. 1180 auch = προτένθης. – Auch = μεταβολεύς, Höker, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

μετάβολος: -ον, εὐμετάβολος, μεταβλητός, Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = μεταβολεύς, μεταπράτης, ἔμπορος, Ἑβδ. (Ἰσαί. ΛΓ΄, 2, 3)· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 315. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετάβολοι· πραγματευταί».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
changeant, inconstant.
Étymologie: μεταβάλλω.

Greek Monolingual

μετάβολος, -ον (ΑM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον
αντίγραφο