ἀνεμίζω: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(T22)
(4)
Line 13: Line 13:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[ἄνεμος]]); to [[agitate]] or [[drive]] by the [[wind]]; [[present]] [[passive]] participle ἀνεμιζόμενος, [[Homer]] [[Odyssey]] 12,336 [[ἔνθα]] ἦν [[σκέπη]] [[πρός]] τό μή ἀνεμίζεσθαι, (Hesychius [[under]] the [[word]] ἀναψυξαι ἀνεμισαι; Joannes Moschus (in Patr. Graec. 87, p. 3044a.) ἀνεμιζοντος [[τοῦ]] πλοίου velificante [[nave]]). The Greeks said [[ἀνεμόω]]. Cf. [[κλυδωνίζομαι]].
|txtha=([[ἄνεμος]]); to [[agitate]] or [[drive]] by the [[wind]]; [[present]] [[passive]] participle ἀνεμιζόμενος, [[Homer]] [[Odyssey]] 12,336 [[ἔνθα]] ἦν [[σκέπη]] [[πρός]] τό μή ἀνεμίζεσθαι, (Hesychius [[under]] the [[word]] ἀναψυξαι ἀνεμισαι; Joannes Moschus (in Patr. Graec. 87, p. 3044a.) ἀνεμιζοντος [[τοῦ]] πλοίου velificante [[nave]]). The Greeks said [[ἀνεμόω]]. Cf. [[κλυδωνίζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[ἀνεμίζω]])<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[σείω]] [[κάτι]] στον άνεμο, [[κινώ]] στον αέρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σιτάρι]], [[σταφίδα]] <b>κ.λπ.</b>) [[ρίχνω]] [[ψηλά]] ώστε με τη [[βοήθεια]] του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, [[λιχνίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για ύφασμα ή [[άλλο]] ελαφρό υλικό) σείομαι στον αέρα, [[κυματίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[διώχνω]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>2.</b> [[οσφραίνομαι]], μυρίζομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ψυχανεμίζομαι]], [[διαισθάνομαι]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br />II. (μέσ., -ομαι) <b>αρχ.-νεοελλ.</b> παρασύρομαι από τον άνεμο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]]<br /><b>2.</b> [[πέρδομαι]] υπόκωφα.
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 222] durch den Wind bewegen, im pass., N. T

French (Bailly abrégé)

pousser à l’aide du vent ; Pass. être poussé ou agité par le vent.
Étymologie: ἄνεμος.

Spanish (DGE)

exponer al viento, refrescar Hsch.s.u. ἀναψῦξαι
en v. med. ser arrastrado por el viento κλύδων θαλάσσης Ep.Iac.1.6, ἔνθα ἦν σκέπη πρὸς τὸ μὴ ἀνεμίζεσθαι Sch.Od.12.336.

English (Strong)

from ἄνεμος; to toss with the wind: drive with the wind.

English (Thayer)

(ἄνεμος); to agitate or drive by the wind; present passive participle ἀνεμιζόμενος, Homer Odyssey 12,336 ἔνθα ἦν σκέπη πρός τό μή ἀνεμίζεσθαι, (Hesychius under the word ἀναψυξαι ἀνεμισαι; Joannes Moschus (in Patr. Graec. 87, p. 3044a.) ἀνεμιζοντος τοῦ πλοίου velificante nave). The Greeks said ἀνεμόω. Cf. κλυδωνίζομαι.

Greek Monolingual

ἀνεμίζω)
Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα
νεοελλ.
1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω
2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι στον αέρα, κυματίζω
μσν.
διώχνω, διασκορπίζω
2. οσφραίνομαι, μυρίζομαι
3. μτφ. ψυχανεμίζομαι, διαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι
II. (μέσ., -ομαι) αρχ.-νεοελλ. παρασύρομαι από τον άνεμο
νεοελλ.
1. εξαφανίζομαι, χάνομαι
2. πέρδομαι υπόκωφα.