δανείζω: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(strοng)
(8)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[δάνειον]]; to [[loan]] on [[interest]]; reflexively, to [[borrow]]: [[borrow]], [[lend]].
|strgr=from [[δάνειον]]; to [[loan]] on [[interest]]; reflexively, to [[borrow]]: [[borrow]], [[lend]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[δανείζω]]) [[δάνειον]]<br />Ι. 1. [[δίνω]] χρήματα σε κάποιον ο [[οποίος]] [[είναι]] υποχρεωμένος να τά επιστρέψει, όσα πήρε ή με τόκο («τον δάνεισα 10 χιλιάδες», «[[μηδὲ]] δανείζειν ἐπὶ τόκῳ»)<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] δικό μου σε κάποιον για να το χρησιμοποιήσει προσωρινά και να μού το επιστρέψει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «στον πόλεμο άρματα δεν δανείζουν» — δεν δανείζει [[κανείς]] [[κάτι]] που του [[είναι]] εντελώς απαραίτητο<br />6) «ο [[σκύλος]] δεν δανείζει κόκαλα» — δεν πρόκειται να παραχωρήσει [[κανείς]] [[κάτι]] ζωτικό γι' αυτόν τον ίδιο<br />II. <i>δανείζομαι</i> (AM δανείζομαι)<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] χρήματα ή [[οτιδήποτε]] [[άλλο]] με την [[υποχρέωση]] να τά επιστρέψω<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[ξένο]] που φαίνεται σαν να [[είναι]] δικό μου («η [[σελήνη]] δανείζεται το φως της από τον ήλιο», «ὕδατός τε καὶ ἀέρος ἀπὸ τοῡ κόσμου δανειζόμενοι μόρια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «δανείζεσθαι ἐπὶ τοῑς σώμασι» — το να δανείζεται [[κανείς]] με [[ενέχυρο]] το [[σώμα]] του, υποθηκεύοντας την [[ελευθερία]] του.
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰνείζω Medium diacritics: δανείζω Low diacritics: δανείζω Capitals: ΔΑΝΕΙΖΩ
Transliteration A: daneízō Transliteration B: daneizō Transliteration C: daneizo Beta Code: danei/zw

English (LSJ)

fut.

   A -είσω D.35.52: aor. ἐδάνεισα X.Cyr.3.1.34, etc.: pf. δεδάνεικα D.35.52:—Med., ibid.: fut. δανείσομαι Id.32.15: aor. ἐδανεισάμην Lys.12.59, etc.: pf. δεδάνεισμαι in med. sense, X. HG6.5.19, D.37.53:—Pass., aor. ἐδανείσθην X.HG2.4.28, D.33.12: pf. δεδάνεισμαι Id.36.5, 49.53: (δάνος):—put out money at usury, lend, IG12.302.56, Ar.Th.842, al.; more fully, δ. ἐπὶ τόκῳ Pl.Lg. 742c; ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν δ. τοῦ μηνὸς ἑκάστου D.53.13, cf. Aeschin.1.107; δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις on the security of... D.27.27; ἐπὶ τοῖς σώμασι Arist.Ath.9.1; εἰς τὰ ἡμέτερα D.27.28; δανεῖσαι χρήματα εἰς τὸν Πόντον καὶ πάλιν Ἀθήναζε Id.35.3.    2 Med., have lent to one, borrow, Ar.Nu.1306, etc.; ἀπό τινος Lys.17.2; ἐπὶ τοῖς μεγάλοις [τόκοις] D.1.15; δ. ἐγγείων τόκων 34.23:—Act. and Med. opposed, ἀποδώσουσι οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον ἀργύριον ap.D.35.11:—Pass., of the money, to be lent out, Ar.Nu.756, X.HG2.4.28, D.33.12.    3 metaph. in Med., μόρια ἀπὸ τοῦ κόσμου Pl.Ti.42e; ἀποδώσετέ μοι ἃ ἐδανείσασθε ἐν τῷ λόγῳ Pl.R.612c.

German (Pape)

[Seite 522] Geld auf Zinsen geben, leihen, ἐπὶ τόκῳ, auf Zins, Plat. Legg. V, 742 c u. Folgde; ἐπὶ σώμασιν Plut. Sol 15; Pass., δεδανεισμένον ἐπὶ δραχμῇ Dem. 27, 9; übertr., ἐπιμελείας δανεισθείσας Plat. Legg. IV, 717 c; συνέπραξεν ἑκατὸν τάλαντα αὐτοῖς δανεισθῆναι Xen. Hell. 2, 4. 28. – Med., sich Geld auf Zinsen geben lassen; entlehnen, borgen, δανείσασθαι οὐδαμόθεν ἐστὶν ἀργύριον Xen. Mem. 2, 7, 2; δεδανεῖσθαι παρά τινος, von Einem geborgt haben, Hell. 6, 5, 19, wie Lys. 17, 2 u. Dem. Lpt. 11; ἐπὶ μεγάλοις τόκοις Dem. 1, 15; ἀπὸ τοῦ κόσμου Plat. Tim. 42 e; ἐγγείων τόκων Dem. 34, 23; übertr., ἆρ' οὖν ἀποδώσετέ μοι ἃ ἐδανείσασθε ἐν τῷ λόγῳ, Plat. Rep. X, 612 c.

Greek (Liddell-Scott)

δανείζω: μέλλ. –είσω Δημ. 941. 27 (διότι οἱ τύποι δανειῶ, -οῦμαι ἀπαντῶσι μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. θεριῶ, Βαστ. Γρηγ. σ. 174)· ἀόρ. ἐδάνεισα Ξεν., κτλ.· πρκμ. δεδάνεικα Δημ. 941. 28. ― Μέσ., ἐνεστ., μέλλ., ἀόρ. παρὰ Δημ.· πρκμ. δεδάνεισμαι μετὰ μέσ. σημασ., Ξεν. Ἑλλ. 6. 5. 19, Δημ. 982. 5., 1030. 16. ― Παθ., ἀόρ. ἐδανείσθην Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 28, Δημ.· πρκμ. δεδάνεισμαι ὁ αὐτ. 945. 27., 1200. 10· (δάνος). Παρέχω χρήματα ἐπὶ τόκῳ ἢ ἐπὶ ἐπιστροφῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 82, 144, Ἀριστοφ. Θεσμ. 842 κ. ἀλλ.· πληρέστερον, δ. ἐπὶ τόκῳ Πλάτ. Νόμ. 742C· δ. ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου Δημ. 1250. 21, πρβλ. Αἰσχίν. 15. 16· δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις, ἐπὶ τῇ ἀσφαλείᾳ, ἐπὶ ἐνεχυράσει τῶν…, Δημ. 822. 10· οὕτως, εἰς τὰ ἡμέτερα αὐτ. 14· δανεῖσαι χρήματα εἰς τὸν Πόντον ὁ αὐτ. 924. 10, κἑξ.· πρβλ. ναυτικός, ἑτερόπλους. 2) Μέσ., λαμβάνω χρήματα ἐπὶ ἐπιστροφῇ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1306, κτλ.· ἀπό τινος Πλάτ. Τίμ. 42Ε· ἐπὶ μεγάλοις τόκοις Δημ. 13. 19. ― Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀντιτίθενται, ἀποδώσουσιν οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον ἀργύριον παρὰ Δημ. 926. 24, πρβλ. Λυσ. 148. 12, κἑξ. 3) Παθ., ἐπὶ τῶν χρημάτων, δίδομαι ἐπὶ τόκῳ, ὡς δάνειον, Ἀριστοφ. Νεφ. 756, Ξεν., Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

f. δανείσω, ao. ἐδάνεισα, pf. δεδάνεικα;
Pass. ao. ἐδανείσθην, pf. δεδάνεισμαι;
prêter de l’argent à intérêts;
Moy. δανείζομαι (f. δανείσομαι, ao. ἐδανεισάμην) se faire prêter ; emprunter de l’argent à intérêts à qqn.
Étymologie: δάνειον.

Spanish (DGE)

(δᾰνείζω) • Alolema(s): δανίζω LXX Pr.19.17, De.28.12, Anon.Aulod.2.27, AP 11.309 (Lucill.)
1 en v. act. prestar τὸ ἀργύριον Sol.Lg.68, SIG 976.73 (Samos III/II a.C.), χρήματα Ar.Th.842, cf. IG 13.258.17, 21 (V a.C.), ἐὰν δέ τινι δέɛ̄ι ἀργύριον, δανείζειν τοὺς ἱερέας IG 22.1183.28 (IV a.C.), ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν δανείσαντι τοῦ μηνὸς ἑκάστου al que ha prestado la mina a interés de ocho óbolos al mes D.53.13, cf. Aeschin.1.107, ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις τῷ Μοιριάδῃ πεντακοσίας δραχμὰς ἐδάνεισεν D.27.27, χρήματα δανείσας Ἀρτέμωνι ... εἰς τὸν Πόντον καὶ πάλιν Ἀθήναζε D.35.3, τοὺς δε δανείσαντας τῇ πόλει ... μέχρι ταλάντου καὶ τοῦ πλέονος los que han prestado a la ciudad ... al menos un talento o más, IG 7.4263.12 (Oropo III a.C.), ἐδάνεισα Ἁρπαγάθῃ ... κατὰ συγγραφὴν δανείου ... (δραχμάς) τκε CPR 15.8.3 (I d.C.), τὰ τῶν νέων χρήματα δανείζειν Iust.Nou.72.6
c. ac. int. δάνειον δανιεῖς LXX De.15.8
en v. pas. ref. al dinero ser prestado Ar.Nu.756, X.HG 2.4.28, D.33.12, IG 11(2).136.2 (Delos IV a.C.), τὸ δανεισθὲν δάνεισμα Ph.1.227, τὸ δανεισθέν la cantidad prestada, ID 399A.21 (II a.C.)
fig. ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας la vida es un préstamo, severo es el prestamista de la vida, Anon.Aulod.l.c., τὸν λόγον δ. proporcionar un consejo Gr.Naz.M.35.893
abs. prestar dinero, hacer préstamos ἐπὶ τόκῳ Pl.Lg.742c, εἰς τὰ ἡμέτερα δανείσαντι al que ha hecho préstamos con nuestro dinero D.27.28, τὸ μὴ δανείζειν ἐπὶ τοῖς σώμασι Arist.Ath.9.1, cf. Plu.Sol.15, δανιεῖς ἔθνεσιν πολλοῖς, σὺ δὲ οὐ δανιῇ prestarás a muchos pueblos, pero tu no tomarás en préstamo LXX De.28.12, como signo de derroche AP l.c., metáf. δανίζει τῷ θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν LXX Pr.l.c.
part. subst. prestamista, acreedor ὁ δανείζων Plu.Sol.13, Iust.Nou.73.4, ὁ δεδανεικώς IEphesos 8.49 (I a.C.), BGU 741.34 (II d.C.)
excep. pagar pero prob. ref. a un préstamo técnico IG 13.370.66 (V a.C.).
2 en v. med. recibir en préstamo χρήματα Ar.Nu.1306, Iust.Nou.115.3.13, ἀπὸ τοῦ κόσμου ... μόρια Pl.Ti.42e, παρὰ τοῦ ἐμοῦ πάππου ταλάντα δύο Lys.17.2, cf. X.HG 6.5.19, Philostr.VS 540, 541, παρὰ Εὐτυχίδος πυρῶν μόδινον τῶν ἱερῶν τοῦ Ἀξιοττηνοῦ SEG 39.1277.5 (Lidia II d.C.), cf. Didyma 142.19 (III a.C.), c. ac. int. τὸ δάνε[ιο] ν ὃ ἐδανείσατο ID 316.13 (III a.C.), c. gen. partitivo οἵδε δανεισάμενοι τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου IG 11(2).146B.14 (Delos IV a.C.), fig. ἀποδώσετέ μοι ἃ ἐδανείσασθε ἐν τῷ λόγῳ me devolveréis lo que tomasteis prestado en la discusión Pl.R.612c
abs. recibir dinero en préstamo, ser prestatario δανεισάμενος ἐγγείων τόκων tras tomar dinero prestado a interés consistente en tierras D.34.23, δανείζοντας καὶ δανειζομένος ICr.3.3.4.15 (Hierapitna II a.C.), περὶ τοῦ μὴ δεῖν δανείζεσθαι Plu.2.827d tít., cf. LXX De.28.15, Iust.Edict.9.4
part. subst. prestatario, deudor οἱ δανειζόμενοι ῥᾳδίως ἐπὶ τοῖς μεγάλοις [τόκοις] D.1.15, ἀποδώσουσι οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον ἀργύριον los deudores pagarán a los acreedores el capital y sus intereses D.35.11, cf. IG 7.3172b.202 (Orcómeno III a.C.), ὁ δεδανεισμένος PAmh.50.23 (II a.C.), SB 7532.20 (I a.C.), INap.43.15 (I a./d.C.), Iust.Nou.4.3.

• Etimología: De *δανε(σ)-ίζω, denominativo de δάνος, -εος, τό q.u.

English (Strong)

from δάνειον; to loan on interest; reflexively, to borrow: borrow, lend.

Greek Monolingual

(AM δανείζω) δάνειον
Ι. 1. δίνω χρήματα σε κάποιον ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τά επιστρέψει, όσα πήρε ή με τόκο («τον δάνεισα 10 χιλιάδες», «μηδὲ δανείζειν ἐπὶ τόκῳ»)
2. δίνω κάτι δικό μου σε κάποιον για να το χρησιμοποιήσει προσωρινά και να μού το επιστρέψει
νεοελλ.
παροιμ. α) «στον πόλεμο άρματα δεν δανείζουν» — δεν δανείζει κανείς κάτι που του είναι εντελώς απαραίτητο
6) «ο σκύλος δεν δανείζει κόκαλα» — δεν πρόκειται να παραχωρήσει κανείς κάτι ζωτικό γι' αυτόν τον ίδιο
II. δανείζομαι (AM δανείζομαι)
1. παίρνω χρήματα ή οτιδήποτε άλλο με την υποχρέωση να τά επιστρέψω
2. παίρνω κάτι ξένο που φαίνεται σαν να είναι δικό μου («η σελήνη δανείζεται το φως της από τον ήλιο», «ὕδατός τε καὶ ἀέρος ἀπὸ τοῡ κόσμου δανειζόμενοι μόρια»)
αρχ.
φρ. «δανείζεσθαι ἐπὶ τοῑς σώμασι» — το να δανείζεται κανείς με ενέχυρο το σώμα του, υποθηκεύοντας την ελευθερία του.