εὐεργετικός: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> bienfaisant : εὐεργετικὸς πολλῶν καὶ μεγάλων ARSTT disposé à rendre beaucoup de services et d’importants;<br /><b>2</b> qui concerne un homme bienfaisant : [[δόξα]] εὐεργετική ARSTT la réputation de faire du bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὐεργέτης]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> bienfaisant : εὐεργετικὸς πολλῶν καὶ μεγάλων ARSTT disposé à rendre beaucoup de services et d’importants;<br /><b>2</b> qui concerne un homme bienfaisant : [[δόξα]] εὐεργετική ARSTT la réputation de faire du bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὐεργέτης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐεργετικός]], -ή, -όν) [[ευεργέτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[ευεργεσία]] ή [[ωφέλεια]] (α. «η [[βροχή]] ήταν ευεργετική για τα [[σπαρτά]]» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> ο διατεθειμένος, ο [[πρόθυμος]] να ευεργετήσει («οι ευεργετικές διαθέσεις του ήταν μάταιες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> «[[ευεργετικός]] [[νόμος]]» — ο [[νόμος]] που παρέχει εξαιρετικά δικαιώματα ή απαλλαγές από ορισμένες υποχρεώσεις<br /><b>2.</b> «ευεργετική [[παράσταση]]» ή [[απλώς]] <i>ευεργετική</i><br />η [[παράσταση]] της οποίας τις εισπράξεις παίρνει ο [[ηθοποιός]] [[υπέρ]] του οποίου έγινε<br /><b>3.</b> «έχω την ευεργετική μου» — [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] μομφών και επιπλήξεων από ανώτερο ή σαρκασμών και πειραγμάτων από φίλους<br /><b>4.</b> «ευεργετικό [[γράμμα]]» — ευεργετήριο [[γράμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐεργετικόν</i><br />η [[ευεργεσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δόξα]] εὐεργετική» — καλή [[φήμη]] για [[ευεργεσία]].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεργετικός Medium diacritics: εὐεργετικός Low diacritics: ευεργετικός Capitals: ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: euergetikós Transliteration B: euergetikos Transliteration C: evergetikos Beta Code: eu)ergetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A productive of benefit, beneficent, ὠφέλιμα καὶ εὐ. Arist.Rh.1388b12, cf. Phld.Piet.11, etc.; δόξα εὐ. a reputation for beneficence, Arist.Rh.1361a28; ἀρετὴ δύναμις εὐ. πολλῶν καὶ μεγάλων ib.1366a38: c. gen.pers., φιλανθρωπία ἕξις εὐ. ἀνθρώπων Pl.Def.412e; τὸ εὐ. beneficence, D.S.1.25: Comp., τὸ -ώτερον Hdn.6.9.8; of persons, beneficent, bountiful, εὐεργετικὸν (v.l. -τητικὸν) εἶναι καλόν Arist.EN1171b16, etc.; εὐ. χρηστὸς φιλάνθρωπος Muson.Fr.8p.39H.: Sup. -ώτατος, εἰς τοὺς Ἕλληνας Plb.7.8.6. Adv. -κῶς, διακείμενος OGI90.11 (Rosetta, Ptol. V), cf. IG5(2).266.13 (Mantinea, i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1065] ή, όν, zum Wohlthun geneigt, gern wohlthuend, ἕξις εὐεργετικὴ ἀνθρώπων Plat. defin. 412 e; Arist. rhet. 2, 11 u. A.; τὸ εὐεργετικόν, die Wohlthätigkeit, D. Sic. 1, 25. – Superl. εὐεργετικώτατος, Pol. 7, 8, 6. – Auch adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεργετικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ πράξῃ καλόν, νὰ πράξῃ εὐεργεσίαν, ὁ εὐεργετῶν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 4. κτλ.· δόξα εὐ., φήμη δι’ εὐεργεσίαν, αὐτόθι 1. 5, 9· δύναμις εὐεργετικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων, δύναμις παρεκτικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων εὐεργεσιῶν, αὐτόθι 1. 9, 4· μετὰ γεν. προσ., εὐ. ἀνθρώπων, εἰς ἀνθρώπους, Πλάτ. Ὅροι 412Ε· τὸ εὐεργ., εὐεργεσία, Διόδ. 1. 25: - τὸ εὐεργετητικὸς εἶναι συνήθως διάφ. γραφή.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 bienfaisant : εὐεργετικὸς πολλῶν καὶ μεγάλων ARSTT disposé à rendre beaucoup de services et d’importants;
2 qui concerne un homme bienfaisant : δόξα εὐεργετική ARSTT la réputation de faire du bien.
Étymologie: εὐεργέτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐεργετικός, -ή, -όν) ευεργέτης
1. αυτός που προσφέρει ευεργεσία ή ωφέλεια (α. «η βροχή ήταν ευεργετική για τα σπαρτά» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», Πολ.)
2. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ευεργετήσει («οι ευεργετικές διαθέσεις του ήταν μάταιες»)
νεοελλ.
φρ.
1. (νομ.) «ευεργετικός νόμος» — ο νόμος που παρέχει εξαιρετικά δικαιώματα ή απαλλαγές από ορισμένες υποχρεώσεις
2. «ευεργετική παράσταση» ή απλώς ευεργετική
η παράσταση της οποίας τις εισπράξεις παίρνει ο ηθοποιός υπέρ του οποίου έγινε
3. «έχω την ευεργετική μου» — γίνομαι αντικείμενο μομφών και επιπλήξεων από ανώτερο ή σαρκασμών και πειραγμάτων από φίλους
4. «ευεργετικό γράμμα» — ευεργετήριο γράμμα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐεργετικόν
η ευεργεσία
2. φρ. «δόξα εὐεργετική» — καλή φήμη για ευεργεσία.