ἐχεπευκής: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(Autenrieth) |
(15) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ές (cf. [[πικρός]]): having a [[sharp]] [[point]], [[sharp]], [[ὀιστός]]. (Il.) | |auten=ές (cf. [[πικρός]]): having a [[sharp]] [[point]], [[sharp]], [[ὀιστός]]. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐχεπευκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[διαπεραστικός]], [[αιχμηρός]] («αὐτοῑσι [[βέλος]] ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ'» — έριχνε [[εναντίον]] τους αιχμηρά βέλη, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πικρός]] («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετο με α' σύνθ. <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) και β' σύνθ. αμάρτυρο ουσ. [[πεύκος]] ή άλλης μορφής όνομα, το οποίο θα [[πρέπει]] να συνδέεται με το θ. τών [[πεύκη]], [[πευκεδανός]], [[πευκάλιμος]]. Η σημ. του επιθ. «[[πικρός]]», που απαντά στον Ευστάθιο και στον Νίκανδρο, [[είναι]] [[υστερογενής]] και προήλθε [[προφανώς]] από την αρχική σημ. «[[οξύς]], [[διαπεραστικός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (πευκ-, cf.
A pungo) sharp, piercing, βέλος Il.1.51,4.129: expld. by Eust., etc., as bitter, and so later σμύρνη Nic.Th.600; σικύοιο ῥίζα ib.866, cf. Orph.L.475.
German (Pape)
[Seite 1124] ές, βέλος, Il. 1, 51. 4, 129, von πεύκη, die Fichte, entweder von der Bitterkeit des Fichtenharzes übertragen, nach den alten Erklärern ἔχον πικρίαν, bittere, durchdringende Schmerzen habend, bringend, verursachend, od. mit Buttm. Lexil. I p. 17 = spitz, wogegen der spätere Gebrauch des Wortes spricht, z. B. σμύρνα ἐχεπ. Nic. Th. 600, σικύοιο ἐχεπευκέα ῥίζαν ἀγροτέρου 866. Bei Orph. Lith. 469 τείροντα θνητοὺς ἐχεπευκέῖ πάντας ἀϋτμῇ. Vgl. noch ἐχέστονος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεπευκής: -ές, (πεύκη) Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ βέλους, Ἰλ. Α. 51, Δ. 129. ― κατὰ τὸν Εὐστ. κλ., πικρός, ἀλλὰ κατὰ τὸν Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.), ὀξύς, διαπεραστικός (πρβλ. πεύκη, πικρός)· ― μεταγεν. ποιηταὶ βεβαίως μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πικρός, ὡς Νικ. Θ. 600, 866, Ὀρφ. Λιθ. 469.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aigu, pointu.
Étymologie: ἔχω, πευκή.
English (Autenrieth)
ές (cf. πικρός): having a sharp point, sharp, ὀιστός. (Il.)
Greek Monolingual
ἐχεπευκής, -ές (Α)
1. οξύς, διαπεραστικός, αιχμηρός («αὐτοῑσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ'» — έριχνε εναντίον τους αιχμηρά βέλη, Ομ. Ιλ.)
2. πικρός («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο με α' σύνθ. εχε- (< έχω I) και β' σύνθ. αμάρτυρο ουσ. πεύκος ή άλλης μορφής όνομα, το οποίο θα πρέπει να συνδέεται με το θ. τών πεύκη, πευκεδανός, πευκάλιμος. Η σημ. του επιθ. «πικρός», που απαντά στον Ευστάθιο και στον Νίκανδρο, είναι υστερογενής και προήλθε προφανώς από την αρχική σημ. «οξύς, διαπεραστικός»].