κατηβολή: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
(6_12)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατηβολή''': ἴδε καταβολὴ ἐν τέλει.
|lstext='''κατηβολή''': ἴδε καταβολὴ ἐν τέλει.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατηβολή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την [[ίδια]] [[μέρα]], το [[επιβάλλον]] (<b>βλ.</b> [[επιβάλλω]])<br /><b>2.</b> περιοδική [[προσβολή]] νόσου, [[κρίση]], [[παροξυσμός]]<br /><b>3.</b> [[επιβολή]], [[αξίωμα]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θυσία]], [[τελετή]], τὰ νομιζόμενα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βολή]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])<br />το -<i>η</i>- ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τους τ. <i>επ</i>-<i>ήκοος</i>, <i>επ</i>-<i>ημοιβός</i>, όπου το -<i>η</i> [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>βλ.</b> και [[επήβολος]])].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηβολή Medium diacritics: κατηβολή Low diacritics: κατηβολή Capitals: ΚΑΤΗΒΟΛΗ
Transliteration A: katēbolḗ Transliteration B: katēbolē Transliteration C: kativoli Beta Code: kathbolh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = τὸ ἐπιβάλλον, E.Frr.614,750.    2 = καταβολή 111, Hp. ap. Gal.19.11c, Pl.Hp. Mi.372e (cf. Sch.), Hsch., Phot.    3 = θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ (vgl. καταβολή), Fieberanfall, Ohnmacht, Galen.; vgl. Lob. zu Phryn. 699.

Greek (Liddell-Scott)

κατηβολή: ἴδε καταβολὴ ἐν τέλει.

Greek Monolingual

κατηβολή, ἡ (Α)
1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον (βλ. επιβάλλω)
2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός
3. επιβολή, αξίωμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βολή (< βάλλω)
το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (βλ. και επήβολος)].