λιβρός: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> qui coule goutte à goutte, humide de rosée;<br /><b>2</b> humide, froid, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[λίβος]]. | |btext=ά, όν :<br /><b>1</b> qui coule goutte à goutte, humide de rosée;<br /><b>2</b> humide, froid, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[λίβος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιβρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[σκοτεινός]], [[μαύρος]], [[ζοφερός]] (α. «λιβρὰ νύξ» — ζοφερή [[νύχτα]], ΕΜ<br />β. «ὀλὸς [[λιβρός]]» — μαύρο [[αίμα]], <b>Ανθ. Παλ.</b> γ. «λιβρὸν [[σέλας]]» — αμυδρό [[σέλας]], Τραγ. αδεσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. <i>λιβ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λίψ</i>, [[λιβός]]) του [[λείβω]] και συνδέεται με το λατ. <i>liveo</i> «[[είμαι]] [[ωχρός]], [[φαιός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A = σκοτεινὸς καὶ μέλας, Hp. ap. Erot. (prob. referring to Aër.15 where διερῷ and θολερῷ codd. Hp., as epith. of ἠήρ) ; νύξ expld. as either dark or (cf. λιβάς) dewy night, EM564.49; λιβρὸν σέλας Trag.Adesp.232; ὀλὸς λ. either black or dripping blood, AP 15.25.1 (Besant.); cf. λιμβρός.
German (Pape)
[Seite 42] (λείβω), wie λιβηρός, triefend, feucht, VLL.; λιβρὸς ἱρῶν λιβάδεσσιν, Dosiad. ar. 1 (XV, 25); – auch = trüb, dunkel, vielleicht von den Regenwolken hergenommen, Hippocr.; νύξ, E. M. 564, 49.
Greek (Liddell-Scott)
λιβρός: -ά, -όν, (λείβω) δίυγρος, στάζων ἐκ τῆς πολλῆς ὑγρασίας, Ἀνθ. Π. 15. 25· πρβλ. λιβηρός. ΙΙ. σκοτεινός, κατηφής, πιθ. ὡς ἐκ τῶν νεφῶν τῶν ἀπειλούντων βροχήν, νὺξ Ἐτυμολ. Μέγ. 564. 49· ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. κατὰ τὸν Ἐρωτιαν. σ. 242, καὶ παρὰ τοῖς Τραγ. κατὰ τὸν Φώτιον· πρβλ. λιμβρός.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 qui coule goutte à goutte, humide de rosée;
2 humide, froid, sombre.
Étymologie: λίβος.
Greek Monolingual
λιβρός, -ά, -όν (Α)
σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός (α. «λιβρὰ νύξ» — ζοφερή νύχτα, ΕΜ
β. «ὀλὸς λιβρός» — μαύρο αίμα, Ανθ. Παλ. γ. «λιβρὸν σέλας» — αμυδρό σέλας, Τραγ. αδεσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται πιθ. από θ. λιβ- (πρβλ. λίψ, λιβός) του λείβω και συνδέεται με το λατ. liveo «είμαι ωχρός, φαιός»].