μάτη: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />chose vaine, action <i>ou</i> démarche vaine.<br />'''Étymologie:''' pê apparenté au <i>lat.</i> mentiri.
|btext=ης (ἡ) :<br />chose vaine, action <i>ou</i> démarche vaine.<br />'''Étymologie:''' pê apparenté au <i>lat.</i> mentiri.
}}
{{grml
|mltxt=[[μάτη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μάταιος]] [[κόπος]], [[ανοησία]], [[σφάλμα]] («μάτας εἰπών», Στησίχ.)<br /><b>2.</b> (ως [[μέτρο]]) το 1/2 της αρτάβης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ā</i>-<i>t</i>- και συνδέεται με σλαβ. <i>mat</i>-<i>am</i>, <i>mat</i>-<i>ać</i> «[[στρίβω]], [[ψεύδομαι]], [[απατώ]]» και με το ρ. [[μηνύω]], [[άποψη]] όμως ελάχιστα πιθανή.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μάταιος]], [[ματαιώνω]], [[μάτην]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ματάζω]], [[ματία]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάτη Medium diacritics: μάτη Low diacritics: μάτη Capitals: ΜΑΤΗ
Transliteration A: mátē Transliteration B: matē Transliteration C: mati Beta Code: ma/th

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A folly, fault, μάτας εἰπών speaking folly, Stesich.47, cf. A.Ch.918 (pl.); μάταισι πολυθρόοις with clamorous lewdness, Id.Supp. 820 (lyr.) (but expld. by Sch. as 'quest'); οὔ τί τοι μέτρον μάτας S.Fr.798.    II cf. μάτην ad fin.

German (Pape)

[Seite 101] ἡ, = ματία, Fehler, Vergehen, Aesch. Ch. 905; auch φυγάδα μάταισι πολυθρόοις βίαια δίζηνται λαβεῖν, Suppl. 800, von dem Hin- u. Herrennen der Verfolger; οὔτι τοι μέτρον μάτας, Soph. frg. 788; εἰς μάτην, = μάτην, ins Gelag, in den Tag hinein, Luc. Tragodop. 28.

Greek (Liddell-Scott)

μάτη: [ᾰ], ἡ, = ματία, μάταιος κόπος, μωρία, σφάλμα, Αἰσχύλ. Χο. 918· μάταισι πολυθρόοις, θορυβώδεσι ζητήσεσι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 820· οὔ τί τοι μέτρον μάτας Σοφ. Ἀποσπ. 788. (Ἐντεῦθεν ματάω, ματᾴζω, μάτην, μάταιος· ἴσως δὲ καὶ τὸ μὰψ εἶναι συγγενές).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chose vaine, action ou démarche vaine.
Étymologie: pê apparenté au lat. mentiri.

Greek Monolingual

μάτη, ἡ (Α)
1. μάταιος κόπος, ανοησία, σφάλμα («μάτας εἰπών», Στησίχ.)
2. (ως μέτρο) το 1/2 της αρτάβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mā-t- και συνδέεται με σλαβ. mat-am, mat- «στρίβω, ψεύδομαι, απατώ» και με το ρ. μηνύω, άποψη όμως ελάχιστα πιθανή.
ΠΑΡ. μάταιος, ματαιώνω, μάτην
αρχ.
ματάζω, ματία.