μέτρημα: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />part mesurée <i>ou</i> attribuée.<br />'''Étymologie:''' [[μετρέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />part mesurée <i>ou</i> attribuée.<br />'''Étymologie:''' [[μετρέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[μέτρημα]]) [[μετρώ]]<br />η [[πράξη]] του [[μετρώ]], [[μέτρηση]], [[καταμέτρηση]] («τέλειωσα το [[μέτρημα]] τών φύλλων του [[ντοσιέ]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[περιουσία]] ή [[προίκα]] σε [[μετρητά]] («πήρε πολύ [[μέτρημα]]»)<br /><b>2.</b> [[υπολογισμός]], [[σχέδιο]]<br /><b>3.</b> [[λογαριασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόση]], [[μερίδα]]<br /><b>2.</b> [[σιτηρέσιο]] στρατιωτών<br /><b>3.</b> μετρημένη [[απόσταση]]<br /><b>4.</b> [[μισθός]] στρατιωτών<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τά μετρήματα</i><br />οι καταβολές σε [[είδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A measured distance, E.Ion1138; measurement, λίθοι . . ὧν μ. στερεὸν πόδες ἑπτακόσιοι Supp.Epigr.4.446.11 (Didyma, ii B. C.). 2 measure, allowance, dole, E.IT954; soldier's rations, Plb.6.38.3, OGI229.106 (Smyrna, ii B. C.), PLond. 1.23.26 (ii B. C.); pay, Plb.9.27.11: in pl., deliveries in kind, POxy. 1221.4 (iii/iv A. D.): sg., amount so delivered, PCair.Zen.223.5 (iii B. C.); μ. θησαυροῦ Ostr.Bodl. v D9 (i A. D.), al.
German (Pape)
[Seite 162] τό, das Zugemessene, Eur. Ion 1138; bes. das gewöhnliche Maaß Getreide für die Soldaten, Pol. 6, 38, 3; auch der Sold, 9, 27, 11.
Greek (Liddell-Scott)
μέτρημα: τό, μεμετρημένη ἀπόστασις, Εὐρ. Ἴων 1138. 2) μερίδιον ὡρισμένον δι’ ἕνα ἄνθρωπον, Εὐρ. Ι. Τ. 954· τὸ σιτηρέσιον στρατιώτου, Πολύβ. 6. 38, 3· ὁ μισθὸς στρατιώτου, ὁ αὐτ. 9. 27, 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
part mesurée ou attribuée.
Étymologie: μετρέω.
Greek Monolingual
το (Α μέτρημα) μετρώ
η πράξη του μετρώ, μέτρηση, καταμέτρηση («τέλειωσα το μέτρημα τών φύλλων του ντοσιέ»)
νεοελλ.
1. περιουσία ή προίκα σε μετρητά («πήρε πολύ μέτρημα»)
2. υπολογισμός, σχέδιο
3. λογαριασμός
αρχ.
1. δόση, μερίδα
2. σιτηρέσιο στρατιωτών
3. μετρημένη απόσταση
4. μισθός στρατιωτών
5. στον πληθ. τά μετρήματα
οι καταβολές σε είδος.