ξηρασία: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(6_23) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξηρᾰσία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ξηρασία]], [[ἀνομβρία]], [[αὐχμός]], «ξεραΐλα», Ἱππ. 453, 49, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 10. ΙΙ. τὸ ξηραίνειν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, Μετεωρ. 4. 7, 6. | |lstext='''ξηρᾰσία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ξηρασία]], [[ἀνομβρία]], [[αὐχμός]], «ξεραΐλα», Ἱππ. 453, 49, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 10. ΙΙ. τὸ ξηραίνειν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, Μετεωρ. 4. 7, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ξερασία]], η (ΑΜ [[ξηρασία]], Α ιων. τ. ξηρασίη)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ανομβρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> [[έλλειψη]] επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή [[διαταραχή]] στον υδρολογικό κύκλο και στο [[ισοζύγιο]] τών υδάτων, με [[συνέπεια]] τη [[λειψυδρία]], την [[καταστροφή]] τών καλλιεργειών, την [[ξήρανση]] τών χειμάρρων και τον περιορισμό τών υπόγειων υδάτων και με γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις στη [[βλάστηση]], στην [[παραγωγή]], στις υδροδυναμικές εγκαταστάσεις, στα συστήματα ύδρευσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξηρασία]] ατμοσφαιρική»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[ξηρασία]] που χαρακτηρίζεται από [[μείωση]] της σχετικής υγρασίας του αέρα και από υψηλή [[θερμοκρασία]]<br />β) «[[ξηρασία]] εδαφική» — προοδευτική [[ξήρανση]] του εδάφους λόγω ανομβρίας<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[νόσος]] τών τριχών και τών βλεφαρίδων, η οποία παρεμποδίζει την [[ανάπτυξη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξήρανση]], [[στέγνωμα]]<br /><b>2.</b> [[ξηρότητα]]<br /><b>3.</b> το να διατηρεί [[κανείς]] [[κάτι]] ξηρό, στεγνό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ξηρασίαν λαμβάνειν» — [[αποξήρανση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξηρασ</i>- του [[ξηραίνω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἐ</i>-<i>ξήρασ</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> [[υγραίνω]]: [[υγρασία]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A desiccation, Hp. Morb.1.18, Antiph.231.7, Arist.Mete.384a11 ; keeping dry, Thphr. HP7.2.2 ; drying of hay, PTeb.441(i A.D.), etc. 2 dryness, τοῦ περιέχοντος Str.2.3.7; τοῦ καυλοῦ Dsc.2.142, cf. LXX Jd.6.37 ; ξηρασίαν λαμβάνειν become dry, Agatharch.34. 3 drought, Gp.1.8.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 279] ἡ, Trockenheit, Dürre; Antiphan. bei Ath. I, 22 f; Arist. meteor. 4, 7; Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ξηρασία, ἀνομβρία, αὐχμός, «ξεραΐλα», Ἱππ. 453, 49, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 10. ΙΙ. τὸ ξηραίνειν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, Μετεωρ. 4. 7, 6.
Greek Monolingual
και ξερασία, η (ΑΜ ξηρασία, Α ιων. τ. ξηρασίη)
νεοελλ.-μσν.
ανομβρία
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή διαταραχή στον υδρολογικό κύκλο και στο ισοζύγιο τών υδάτων, με συνέπεια τη λειψυδρία, την καταστροφή τών καλλιεργειών, την ξήρανση τών χειμάρρων και τον περιορισμό τών υπόγειων υδάτων και με γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις στη βλάστηση, στην παραγωγή, στις υδροδυναμικές εγκαταστάσεις, στα συστήματα ύδρευσης
2. φρ. α) «ξηρασία ατμοσφαιρική»
(μετεωρ.) ξηρασία που χαρακτηρίζεται από μείωση της σχετικής υγρασίας του αέρα και από υψηλή θερμοκρασία
β) «ξηρασία εδαφική» — προοδευτική ξήρανση του εδάφους λόγω ανομβρίας
3. ιατρ. νόσος τών τριχών και τών βλεφαρίδων, η οποία παρεμποδίζει την ανάπτυξη τους
αρχ.
1. ξήρανση, στέγνωμα
2. ξηρότητα
3. το να διατηρεί κανείς κάτι ξηρό, στεγνό
4. φρ. «ξηρασίαν λαμβάνειν» — αποξήρανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηρασ- του ξηραίνω (πρβλ. παρακμ. ἐ-ξήρασ-μαι) + κατάλ. -ία (πρβλ. υγραίνω: υγρασία)].