μυωπάζω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(T22) |
(26) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[μύωψ]], and [[this]] from μύειν [[τούς]] ὠπας to [[shut]] the eyes); to [[see]] [[dimly]], [[see]] [[only]] [[what]] is [[near]]: R. V. marginal [[reading]]) would [[make]] it [[mean]] [[here]] [[closing]] the eyes; cf. [[our]] English [[blink]]). ([[Aristotle]], [[problem]]. 31,16, 25.) | |txtha=([[μύωψ]], and [[this]] from μύειν [[τούς]] ὠπας to [[shut]] the eyes); to [[see]] [[dimly]], [[see]] [[only]] [[what]] is [[near]]: R. V. marginal [[reading]]) would [[make]] it [[mean]] [[here]] [[closing]] the eyes; cf. [[our]] English [[blink]]). ([[Aristotle]], [[problem]]. 31,16, 25.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[μυωπάζω]])<br />[[μισοκλείνω]] τα μάτια μου για να [[διακρίνω]] πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]], [[είμαι]] μύωπας, [[πάσχω]] από [[μυωπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αδυνατώ]] να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν [[αντιλαμβάνομαι]] μια δυσμενή [[κατάσταση]], παρούσα ή μελλοντική<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐμυωπίασεν, ἄκροις τοῑς ὀφθαλμοῑς προσέσχε».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύωψ]], -<i>ωπος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θηλ</i>-<i>άζω</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
A blink the eyes, as shortsighted persons do : hence, to be shortsighted, metaph., 2 Ep.Pet.1.9.
German (Pape)
[Seite 224] kurzsichtig sein, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
μυωπάζω: εἶμαι μύωψ, βλέπω ἀμυδρῶς, β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 9. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ἐμυωπίασεν (ὡς εἰ ἐνεστ. μυωπιάζω), ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».
French (Bailly abrégé)
avoir la vue courte, être myope.
Étymologie: μυώψ.
English (Strong)
from a compound of the base of μυστήριον and ops (the face; from ὀπτάνομαι); to shut the eyes, i.e. blink (see indistinctly): cannot see far off.
English (Thayer)
(μύωψ, and this from μύειν τούς ὠπας to shut the eyes); to see dimly, see only what is near: R. V. marginal reading) would make it mean here closing the eyes; cf. our English blink). (Aristotle, problem. 31,16, 25.)
Greek Monolingual
(ΑΜ μυωπάζω)
μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία
νεοελλ.
μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν αντιλαμβάνομαι μια δυσμενή κατάσταση, παρούσα ή μελλοντική
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐμυωπίασεν, ἄκροις τοῑς ὀφθαλμοῑς προσέσχε».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος + κατάλ. -άζω (πρβλ. θηλ-άζω)].