Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀλοφώϊος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />funeste, malfaisant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοός]], [[φώς]].
|btext=ος, ον :<br />funeste, malfaisant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλοός]], [[φώς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλοφώϊος]], -ον (Α)<br />[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]], [[θανατηφόρος]] («ὀλοφώϊα εἰδώς» — [[έμπειρος]] ολέθριων τεχνασμάτων, <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. της λ. «[[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]» είχε οδηγήσει, [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], στη [[σύνδεση]] της με το ρ. [[ὄλλυμι]], [[άποψη]] όμως, που προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Η [[χρησιμοποίηση]] της λ. σε χωρία του ομηρικού κειμένου με σημ. «[[πανούργος]], [[πονηρός]]» επέτρεψε τη [[σύνδεση]] της με το ρ. <i>ἐλεφ</i>-<i>αίρομαι</i> «[[εξαπατώ]]». Τέλος, η κατάλ. -<i>ώϊος</i> υποδεικνύει πιθ. την ύπαρξη ενός ουσ. σε -<i>ως</i> ή -<i>ω</i>, από το οποίο θα έχει παραχθεί το επίθ. [[ὀλοφώϊος]] (<b>πρβλ.</b> [[ηρώιος]]: [[ήρως]], [[μητρώιος]]: [[μήτρως]], [[λεχώιος]]: [[λεχώ]]), αν δεν πρόκειται για απλό αναλογικό σχηματισμό (<b>πρβλ.</b> [[ολώιος]])].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφώϊος Medium diacritics: ὀλοφώϊος Low diacritics: ολοφώϊος Capitals: ΟΛΟΦΩΪΟΣ
Transliteration A: olophṓïos Transliteration B: olophōios Transliteration C: olofoios Beta Code: o)lofw/i+os

English (LSJ)

ον, Ep. Adj.

   A destructive, deadly, Hom. only in Od. and in neut. pl., ὀ. δήνεα pernicious arts or plots, 10.289 ; ὀλοφώϊα εἰδώς versed in pernicious arts, 4.460, 17.248 ; πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώϊα τοῖο γέροντος ib.410 ; in later Ep., λύκων ὀ. ἔρνος Theoc.25.185 ; ὀ. ἰός Nic. Th.327. (The notion of destruction, necessary in Theoc. and Nic. ll. cc., and assumed by Hsch., is perh. not certain in Hom., where . may mean simply deceptive, tricky : perh. akin to ἐλεφαίρομαι.)

German (Pape)

[Seite 328] (ὄλλυμι, schwerlich mit φώς, menschenverderbend, zusammengesetzt, wie es die Alten erkl.), verderblich, Verderben und Tod bringend; ὀλοφώϊα δήνεα Κίρκης, Od. 10, 289, wie ohne den Zusatz, πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώϊα τοῖο γέροντος, 4, 410, die verderblichen Künste und Ränke; ὀλοφώϊα εἰδώς, vom Proteus, 4, 460, sich auf verderbliche Dinge verstehend, wie 17, 248; einzeln bei sp. D., wie Nic. Ther. 2; λύκων ὀλοφώϊον ἔρνος Theocr. 25, 185.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
funeste, malfaisant.
Étymologie: ὀλοός, φώς.

Greek Monolingual

ὀλοφώϊος, -ον (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος («ὀλοφώϊα εἰδώς» — έμπειρος ολέθριων τεχνασμάτων, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. της λ. «ολέθριος, καταστρεπτικός» είχε οδηγήσει, κατά την αρχαιότητα, στη σύνδεση της με το ρ. ὄλλυμι, άποψη όμως, που προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Η χρησιμοποίηση της λ. σε χωρία του ομηρικού κειμένου με σημ. «πανούργος, πονηρός» επέτρεψε τη σύνδεση της με το ρ. ἐλεφ-αίρομαι «εξαπατώ». Τέλος, η κατάλ. -ώϊος υποδεικνύει πιθ. την ύπαρξη ενός ουσ. σε -ως ή -ω, από το οποίο θα έχει παραχθεί το επίθ. ὀλοφώϊος (πρβλ. ηρώιος: ήρως, μητρώιος: μήτρως, λεχώιος: λεχώ), αν δεν πρόκειται για απλό αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. ολώιος)].