παρανομία: Difference between revisions
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
(T22) |
(31) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=παρανομίας, ἡ ([[παράνομος]] (from [[παρά]] ([[which]] [[see]] IV:2) and [[νόμος]])), [[breach]] of [[law]], [[transgression]], [[wickedness]]: [[Thucydides]], [[Plato]], [[Demosthenes]], others; the Sept..) | |txtha=παρανομίας, ἡ ([[παράνομος]] (from [[παρά]] ([[which]] [[see]] IV:2) and [[νόμος]])), [[breach]] of [[law]], [[transgression]], [[wickedness]]: [[Thucydides]], [[Plato]], [[Demosthenes]], others; the Sept..) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παράνομος]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παρανομώ]], η [[παράβαση]] τών νόμων ή κανόνων της ευπρέπειας ή της τάξης, παράνομη [[πράξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δράση]], [[πολιτική]] ή κοινωνική, έξω από την παραδεδεγμένη [[νομιμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Παρανομία</i><br />η [[αδικία]] («δύο κατεσκεύαζε βωμούς, τὸν μὲν Ἀσεβείας, τὸν δὲ Παρανομίας», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A transgression of law, decency, or order, Antipho 5.12, Th.4.98, Pl.R. 537e, etc. ; ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. ἐς τὴν δίαιταν loose and disorderly habits of life, Th.6.15, cf. 28 ; π. εἴς τινας Plb.3.6.13 ; περὶ τὰς σπονδάς D.H. 8.4 ; illegality, personified, Plb.18.54.10.
German (Pape)
[Seite 491] ἡ, das Wesen und die Handlungsweise des παράνομος, das Handeln gegen Gesetze, Sitten u. Gebräuche, Gesetzwidrigkeit; Thuc. 4, 98; εἴς τι, z. B. εἰς τὴν δίαιταν, εἰς τὰ ἐπιτηδεύματα, eine ausschweifende, ungewöhnliche Lebensart, 6, 15. 28; παρανομίας ἐμπίπλανται, Plat. Rep. VII, 537 e, öfter; Sp., καὶ κατάλυσις τῶν ἐθῶν Luc. Tim. 42.
Greek (Liddell-Scott)
παρανομία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ παρανόμου, παράβασις νόμου εὐπρεπείας ἢ τάξεως, Ἀντιφῶν 130. 42, Θουκ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 537E, κ. ἀλλ.· ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. εἰς τὴν δίαιταν, ἕξις τοῦ βίου ἀκατάστατος, Θουκ. 6. 15, πρβλ. 28 π. εἴς τινα Πολύβ. 3. 6, 13· περί τι Διον. Ἁλ. 8. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 violation de la loi, illégalité, méfait;
2 violation des usages, des coutumes, singularité.
Étymologie: παράνομος.
English (Strong)
from the same as παρανομέω; transgression: iniquity.
English (Thayer)
παρανομίας, ἡ (παράνομος (from παρά (which see IV:2) and νόμος)), breach of law, transgression, wickedness: Thucydides, Plato, Demosthenes, others; the Sept..)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ παράνομος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρανομώ, η παράβαση τών νόμων ή κανόνων της ευπρέπειας ή της τάξης, παράνομη πράξη
νεοελλ.
δράση, πολιτική ή κοινωνική, έξω από την παραδεδεγμένη νομιμότητα
αρχ.
ως κύριο όν. Παρανομία
η αδικία («δύο κατεσκεύαζε βωμούς, τὸν μὲν Ἀσεβείας, τὸν δὲ Παρανομίας», Πολ.).