Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περισπασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> conversion à droite ou à gauche <i>t. de tact.</i><br /><b>2</b> <i>fig.</i> tiraillement, embarras des affaires, affaire gênante.<br />'''Étymologie:''' [[περισπάω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> conversion à droite ou à gauche <i>t. de tact.</i><br /><b>2</b> <i>fig.</i> tiraillement, embarras des affaires, affaire gênante.<br />'''Étymologie:''' [[περισπάω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[περισπώ]]<br /><b>1.</b> [[απασχόληση]], [[απομάκρυνση]] από την κύρια [[εργασία]], [[απόσπαση]] της προσοχής σε [[αντικείμενο]] διαφορετικό από το [[κυρίως]] [[ενδιαφέρον]] [[έργο]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[μέριμνα]], [[φροντίδα]], [[έγνοια]], [[σκοτούρα]], [[στενοχώρια]] του βίου («οικογενειακοί περισπασμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατ. κινήσεις) η [[στροφή]] ενός παρατεταγμένου τμήματος [[γύρω]] από τη μία πτέρυγά του [[κατά]] δύο τέταρτα του κύκλου ώστε να ελέγχεται ο [[πίσω]] από το [[τμήμα]] [[χώρος]] («κατ' οὐλαμὸν δ' [[ἐπιστροφή]] και [[περισπασμός]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[τόνος]] [[περισπωμένη]], ο [[τονισμός]] συλλαβής με [[περισπωμένη]] («τὸ [[ὤμοι]] [[οὐκέτι]] τοῡ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξεν», Απολλ. Δύσκ.).
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισπασμός Medium diacritics: περισπασμός Low diacritics: περισπασμός Capitals: ΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: perispasmós Transliteration B: perispasmos Transliteration C: perispasmos Beta Code: perispasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A wheeling round, Plb. 10.23.3,12.18.3.    II distracting circumstances, distraction, Metrod. Herc.831.7, Plb.3.87.9(pl.), Phld.Mus.p.98K., Plu.2.831f (pl.) ; ἐν περισπασμοῖς εἶναι Plb.4.32.5, etc.; οἱ τῆς πόλεως π. καὶ φόβοι D.S.12.38 ; περισπασμοὶ καὶ πιθανότητες Chrysipp.Stoic.3.77 : rarely in sg., θυμοῦ π. LXX Ec.2.23, cf. Arr.Epict.3.22.71.    III circumflex accent, D.H.Comp.11, A.D.Pron.34.24.

German (Pape)

[Seite 591] ὁ, 1) das Herumziehen, Wegziehen, anderweitige Beschäftigung, Pol. 3, 87, 9 u. öfter; auch ἐν περισπασμοῖς εἶναι, 4, 32, 5; daher das Abziehen wovon, Zerstreuung, in der Kriegssprache Diversion, Pol. 10, 21, 3 (vgl. das Verbum). – 2) der Circumflex, Gramm., S. Emp. adv. gramm. 109.

Greek (Liddell-Scott)

περισπασμός: ὁ, (περισπάω) ἐπὶ στρατιωτικῶν κινήσεων, «περισπασμός, ἡ ἐκ δυοῖν ἐπιστροφῶν τοῦ τάγματος κίνησις, ὥστε μεταλαμβάνειν τὸν ὀπίσω τόπον» Αἰλιαν. Τακτ. 22· πρὸς ταῖς ἐπιστροφαῖς δύνασθαι καὶ τοῖς περισπασμοῖς εὐχρηστεῖν Πολύβ. 12. 18, 3. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπασχόλησις τῆς προσοχῆς οὐχὶ εἰς τὰ συνήθη ἀλλ’ εἰς ἄλλα πράγματα, Πολύβ. 3. 87, 9· φροντίδας καὶ περισπασμοὺς Πλούτ. 2. 831F· ἐν περισπασμοῖς εἶμαι ὁ αὐτ. 4. 32, 5, κτλ.· ἴδε Wessel. εἰς Διόδ. 12. 38. ΙΙΙ. ὁ τόνος περισπωμένη, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, «τὸ ὤμοι οὐκέτι τοῦ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξεν» Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 302C.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 conversion à droite ou à gauche t. de tact.
2 fig. tiraillement, embarras des affaires, affaire gênante.
Étymologie: περισπάω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ περισπώ
1. απασχόληση, απομάκρυνση από την κύρια εργασία, απόσπαση της προσοχής σε αντικείμενο διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο
2. συνεκδ. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια, σκοτούρα, στενοχώρια του βίου («οικογενειακοί περισπασμοί»)
αρχ.
1. (για στρατ. κινήσεις) η στροφή ενός παρατεταγμένου τμήματος γύρω από τη μία πτέρυγά του κατά δύο τέταρτα του κύκλου ώστε να ελέγχεται ο πίσω από το τμήμα χώρος («κατ' οὐλαμὸν δ' ἐπιστροφή και περισπασμός», Πολ.)
2. ο τόνος περισπωμένη, ο τονισμός συλλαβής με περισπωμένη («τὸ ὤμοι οὐκέτι τοῡ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξεν», Απολλ. Δύσκ.).