συγκαθίημι: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> συγκαθήσω, <i>etc.</i><br />laisser tomber.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καθίημι]]. | |btext=<i>f.</i> συγκαθήσω, <i>etc.</i><br />laisser tomber.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καθίημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] συγχρόνως («ὁμοῡ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρεμβάλλω]] συγχρόνως<br /><b>3.</b> [[παρουσιάζω]] συγχρόνως στη [[σκηνή]] («Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἅς συγκαθήκε τοῑς Βατράχοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συγκατανεύω]], [[συγκαταβαίνω]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[υποχωρητικός]] σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (για πωλητή) [[χαμηλώνω]] την [[τιμή]] εμπορεύματος<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[γέρνω]], [[χαμηλώνω]]<br />β) [[κάθομαι]] [[οκλαδόν]]<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκαθίεμαι</i><br />[[εισέρχομαι]] [[κάπου]] [[σκυφτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθίημι]] / <i>καθίεμαι</i> «[[ρίχνω]], [[κατεβάζω]], [[παρουσιάζω]] επί σκηνής»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
fut.
A -καθήσω E.Hel.1068:—let down with or together, deposit together, κόσμον l.c.; αὑτὴν σ. let oneself down, lower oneself, εἴς τι Pl.Tht.174a; ὁμοῦ σ. ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν threw himself into it along with her, Plu.2.163c; insert together with, ἄγκιστρον τῷ δακτύλῳ Heliod. ap. Orib.44.14.3. cf. Dsc.2.76, 5.40; σ. Μούσας τοῖς Βατράχοις bring them upon the stage at the same time with . ., Arg.2 S.OC:—Pass., stoop down and enter, εἰς τόπον, of an ambush, Plb.8.24.4. II (sc. ἑαυτόν) settle down, crouch, squat, Arist.Pr.869b11, D.S.20.51; συγκαθείσης τῆς θηλείας ἐπιβαίνει τὸ ἄρρεν Arist.HA539b29. 2 stoop, condescend, accommodate oneself, οἱ . . γέροντες συγκαθιέντες τοῖς νέοις Pl.R.563a; εἰς . . D.H.6.56, etc.: abs., Pl.Prt.336a, Tht.168b; εἰς τὰ ἀναγκαῖα cj. in Epicur.Sent.Vat.44. 3 of a seller, σ. τῇ τιμῇ come down in price, Lync. ap. Ath.7.313f.
German (Pape)
[Seite 963] (s. ἵημι), mit, zugleich, zusammen herunterschicken, -lassen, συγκαθήσω κόσμον ἐν ταὐτῷ σκάφει, Eur. Hel. 1074; u. med., παίδων ὅπως νῷν σπέρμα συγκαθήσεται, Ion 406; übtr., αὑτὴν εἴς τι, Plat. Theaet. 174 a; Prot. 336 a. – Med. sich niederlassen, hinabbegeben, εἴς τινα τόπον, verstecken, Pol. 8, 26, 1; auch τινὶ εἴς τι, sich worauf einlassen, wie συγκαταβαίνω, Lob. Phryn. 398.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθίημι: μέλλ. -καθήσω, καθίημι, ῥίπτω ὁμοῦ, εἶτ’ ἐγὼ συμπλεύσομαι καὶ συγκαθήσω κόσμον ἐν ταὐτῷ σκάφει, δηλ. ἐν τῷ αὐτῷ σκάφει συμπλεύσομαι καὶ συγκαθήσω κόσμον, Εὐρ. Ἑλ. 1068· - ἐκ τοῦ ἐγγὺς οὐδὲν αὑτὴν συγκαθιεῖσα Πλάτ. Θεαίτ. 174Α· ὁμοῦ σ. ἑαυτὸν εἰς θάλασσαν, ῥίπτεσαι μετ’ αὐτῆς εἰς τὴν θάλασσαν, Πλούτ. 2. 163C· Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἃς συγκαθῆκε τοῖς Βατράχοις, παρουσίασεν εἰς τὴν σκηνὴν συγχρόνως μὲ τοὺς Βατράχους (τοῦ Ἀριστοφάνους), Ὑπόθεσις β΄εἰς Σοφ. Ο. Κ. -Παθ., κύπτω καὶ εἰσέρχομαι, εἰς τόπον, ἐπὶ ἐνέδρας, Πολύβ. 8. 26, 1. ΙΙ. (ἐξυπακ. ἑαυτόν), ὀκλάζω, ὑποπτήσσω, κατακλίνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 2. 31, 2, Διόδ. 20, 51· συγκαθείσης τῆς θηλείας ἐπιβαίνει τὸ ἄρρεν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4. 2) κύπτω, συγκατανεύω, συγκαταβαίνω, οἱ.. γέροντες συγκαθιέντες τοῖς νέοις Πλάτ. Πολ. 563Α· εἰς.., Διον. Ἁλ. 6. 56, κτλ.· ἀπολ., Πλάτ. Πρωτ. 336Α, Θεαίτ. 168Β· πρβλ. συγκαταβαίνω 6, καὶ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 398. 3) καταβαίνω λόφον, σ. τῇ τιμῇ, καταβαίνω εἰς τὴν τιμὴν, Λυγκ. παρ’ Ἀθην. 313F.
French (Bailly abrégé)
f. συγκαθήσω, etc.
laisser tomber.
Étymologie: σύν, καθίημι.
Greek Monolingual
Α
1. ρίχνω συγχρόνως («ὁμοῡ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν», Πλούτ.)
2. παρεμβάλλω συγχρόνως
3. παρουσιάζω συγχρόνως στη σκηνή («Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἅς συγκαθήκε τοῑς Βατράχοις», Σοφ.)
4. συγκατανεύω, συγκαταβαίνω
5. είμαι υποχωρητικός σε κάτι
6. (για πωλητή) χαμηλώνω την τιμή εμπορεύματος
7. (αμτβ.) α) γέρνω, χαμηλώνω
β) κάθομαι οκλαδόν
8. παθ. συγκαθίεμαι
εισέρχομαι κάπου σκυφτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθίημι / καθίεμαι «ρίχνω, κατεβάζω, παρουσιάζω επί σκηνής»].