συνασπίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=marcher les boucliers serrés l’un contre l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀσπίζω]].
|btext=marcher les boucliers serrés l’un contre l’autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀσπίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενώνω]] πολλούς [[μαζί]] για [[κοινή]] [[άμυνα]] ή [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνασπίζομαι</i><br />(για άτομα, ομάδες, κράτη) [[συνεργάζομαι]] [[στενά]] με κάποιον για την [[επίτευξη]] κοινού σκοπού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />τάσσομαι σε πυκνή [[παράταξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[συστρατιώτης]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[είμαι]] [[σύντροφος]] («Βακχίῳ κώμοις συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους προσῇτε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[υποστηρίζω]], [[βοηθώ]]<br /><b>4.</b> [[μάχομαι]] σε [[συμπαράταξη]] με κάποιον [[εναντίον]] ενός τρίτου<br /><b>5.</b> <b>(μτβ.)</b> [[παρατάσσω]] σε πυκνή [[γραμμή]], [[σχηματίζω]] πυκνή [[παράταξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀσπίζω]] «[[προασπίζω]], [[προστατεύω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]])].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενώνω]] πολλούς [[μαζί]] για [[κοινή]] [[άμυνα]] ή [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνασπίζομαι</i><br />(για άτομα, ομάδες, κράτη) [[συνεργάζομαι]] [[στενά]] με κάποιον για την [[επίτευξη]] κοινού σκοπού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />τάσσομαι σε πυκνή [[παράταξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[συστρατιώτης]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[είμαι]] [[σύντροφος]] («Βακχίῳ κώμοις συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους προσῇτε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[υποστηρίζω]], [[βοηθώ]]<br /><b>4.</b> [[μάχομαι]] σε [[συμπαράταξη]] με κάποιον [[εναντίον]] ενός τρίτου<br /><b>5.</b> <b>(μτβ.)</b> [[παρατάσσω]] σε πυκνή [[γραμμή]], [[σχηματίζω]] πυκνή [[παράταξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀσπίζω]] «[[προασπίζω]], [[προστατεύω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]])].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενώνω]] πολλούς [[μαζί]] για [[κοινή]] [[άμυνα]] ή [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνασπίζομαι</i><br />(για άτομα, ομάδες, κράτη) [[συνεργάζομαι]] [[στενά]] με κάποιον για την [[επίτευξη]] κοινού σκοπού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />τάσσομαι σε πυκνή [[παράταξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[συστρατιώτης]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[είμαι]] [[σύντροφος]] («Βακχίῳ κώμοις συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους προσῇτε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[υποστηρίζω]], [[βοηθώ]]<br /><b>4.</b> [[μάχομαι]] σε [[συμπαράταξη]] με κάποιον [[εναντίον]] ενός τρίτου<br /><b>5.</b> <b>(μτβ.)</b> [[παρατάσσω]] σε πυκνή [[γραμμή]], [[σχηματίζω]] πυκνή [[παράταξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀσπίζω]] «[[προασπίζω]], [[προστατεύω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]])].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνασπίζω Medium diacritics: συνασπίζω Low diacritics: συνασπίζω Capitals: ΣΥΝΑΣΠΙΖΩ
Transliteration A: synaspízō Transliteration B: synaspizō Transliteration C: synaspizo Beta Code: sunaspi/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ Hsch.:— to be a shield-fellow or comrade, E.Cyc.39; second or support, τινι Sch. Hermog. in Rh.7.353 W.:—Med., S.E.M.7.328 (metaph.).    II = συνασπιδόω, Plb.4.64.6, Phld.Ir.p.52 W., Plu.Rom.18, Ascl.Tact. 4.1, etc.; fight side by side, ἐπί τινα Luc.Pisc.1; σ. τισί stand in line with them, D.S.17.84, cf. 4.16.    III trans., σ. τοὺς μετ' αὐτοῦ forms them in close order, J.BJ4.1.5.

German (Pape)

[Seite 1005] die Schilde zusammenhalten, mit dicht an einander gehaltenen Schilden in geschlossenen Reihen stehen; Pol. 4, 64, 6. 12, 21, 3; Plut. Rom. 18; Luc. pisc. 1. – Ueberh. Jemandes Gefährte sein, Βακχίῳ συνασπίζοντες, Eur. Cycl. 39; ἀλλήλοις, Strab. 3, 4, 5; so auch med., S. Emp. adv. log. 1, 328.

Greek (Liddell-Scott)

συνασπίζω: μέλλ. -ιῶ (ἴδε προηγούμ.)· εἶμαι συνασπιστής, συστρατιώτης (ἴδε συνασπιστής), Εὐρ. Κύκλ. 39· ὑποστηρίζω, τινὶ Ρήτορες (Walz) 7. 355. ― Μέσ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 328. ΙΙ. = συνασπιδόω, Πολύβ. 4. 64, 6, κτλ.· μάχομαι πλησίον τινός, παραπλεύρως, ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 1· σ. τισί, ἵσταμαι ἐν γραμμῇ μετ’ αὐτῶν, Διόδ. 17. 84, πρβλ. 4. 16. 2) μεταβατ., σ. τοὺς μετ’ αὐτοῦ, σχηματίζει αὐτοὺς εἰς πυκνὴν παράταξιν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 1, 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11.

French (Bailly abrégé)

marcher les boucliers serrés l’un contre l’autre.
Étymologie: σύν, ἀσπίζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση
2. μέσ. συνασπίζομαι
(για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπού
μσν.-αρχ.
τάσσομαι σε πυκνή παράταξη
αρχ.
1. είμαι συστρατιώτης
2. (κατ' επέκτ.) είμαι σύντροφος («Βακχίῳ κώμοις συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους προσῇτε», Ευρ.)
3. συνεκδ. υποστηρίζω, βοηθώ
4. μάχομαι σε συμπαράταξη με κάποιον εναντίον ενός τρίτου
5. (μτβ.) παρατάσσω σε πυκνή γραμμή, σχηματίζω πυκνή παράταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀσπίζω «προασπίζω, προστατεύω» (< ἀσπίς, -ίδος)].

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση
2. μέσ. συνασπίζομαι
(για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπού
μσν.-αρχ.
τάσσομαι σε πυκνή παράταξη
αρχ.
1. είμαι συστρατιώτης
2. (κατ' επέκτ.) είμαι σύντροφος («Βακχίῳ κώμοις συνασπίζοντες Ἀλθαίας δόμους προσῇτε», Ευρ.)
3. συνεκδ. υποστηρίζω, βοηθώ
4. μάχομαι σε συμπαράταξη με κάποιον εναντίον ενός τρίτου
5. (μτβ.) παρατάσσω σε πυκνή γραμμή, σχηματίζω πυκνή παράταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀσπίζω «προασπίζω, προστατεύω» (< ἀσπίς, -ίδος)].