χορεία: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> danse ; <i>p. anal.</i> mouvement du corps mesuré, réglé, après le repas ; mouvement régulier des mondes, du soleil;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> danse <i>ou</i> chœur de jeunes filles, ronde;<br /><b>3</b> chant en chœur.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> danse ; <i>p. anal.</i> mouvement du corps mesuré, réglé, après le repas ; mouvement régulier des mondes, du soleil;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> danse <i>ou</i> chœur de jeunes filles, ronde;<br /><b>3</b> chant en chœur.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] χορευτών, [[χορός]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ομάδα]] προσώπων που αποτελούν ένα [[σύνολο]] (α. «η [[χορεία]] τών αγγέλων» β. «σὺν ταῑς Ἀσωμάτων χορείαις καὶ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Δικαίων αὐτοῡ», Μηναί.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[κάθε]] [[πάθηση]] του νευρικού συστήματος, της οποίας κύριο [[σύμπτωμα]] [[είναι]] οι άρρυθμες, ακούσιες, απότομες κινήσεις μεγάλου [[εύρους]], [[συνήθως]] στις ρίζες τών [[άκρων]] και στο [[πρόσωπο]]·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όρχηση, [[ιδίως]] σε κυκλική [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] κυκλική, περιστροφική [[κίνηση]], όπως λ.χ. η [[κίνηση]] τών πλανητών («πλανητῶν... χορείαις», Φίλ.)<br /><b>3.</b> [[μέλος]] για όρχηση,[[τραγούδι]] χορού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>εία</i>). Η λ., ως ιατρ. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chorea</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>chorea</i>), και μαρτυρείται από το 1897 στο <i>Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Άγγ. Βλάχου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A dance, esp. choral dance with music, E.Ph.1265 (pl., nowhere else in Trag., exc. Chaerem.14.3), Ar.Ra.336 (lyr.); ῥυθμὸν χορείας ὕπαγε Id.Th.956 (lyr.); εὔκυκλος χ.ib.968 (troch.); χ . . . ὄρχησίς τε καὶ ᾠδὴ τὸ σύνολόν ἐστιν Pl.Lg.654b; ὅλη . . χ. ὅλη παίδευσις ἦν ἡμῖν ib.672e; μιμήματα τρόπων ἐστὶ τὰ περὶ τὰς χ. ib. 655d; θυσίαι τε καὶ χ. ib.772b; ἐπάρχεσθαι . . τοὺς χοροὺς χορείας τῷ Διονύσῳ dub. in IG12(9).192.11 (Eretria). 2 of any circling motion, as of the stars, χ. καλλίστην χορεύοντα Pl.Epin.982e, cf. Arist.Fr.11 (pl.), Luc.Salt.17; πλανήτων τε καὶ ἀπλανῶν χορείαις Ph.1.16. II dance-tune, ἄκουε τὰν ἐμὰν Δώριον χ. Pratin.Lyr.1.17, cf. Ar.Ra. 247 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1365] ἡ, das Tanzen, der Chor-, Reigentanz selbst; Eur. Phoen. 1171; Ar. Ran. 247; ῥυθμὸς χορείας Th. 955; Pratin. bei Ath. XIV, 617 f; χορεία – ὄρχησίς τε καὶ ᾠδὴ τὸ ξύνολόν ἐστι Plat. Legg. III, 654 b; καὶ θυσίαι VI, 772 b, u. oft; χορείαν χορεύειν Plut. Thes. 21.
Greek (Liddell-Scott)
χορεία: ἡ, χορός, καὶ μάλιστα ὁ ἐν κυκλικῇ κινήσει γινόμενος ὡς καὶ νῦν, μετὰ μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1265 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ τοῖς Τραγ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 336· ῥυθμὸν χορείας ὕπαγε ὁ αὐτ. ἐν Θεμ. 956 χ. εὔκυκλος αὐτόθι 968· χορεία ... ὄρχησίς τε καὶ ᾠδὴ τὸ ξύνολόν ἐστι Πλάτ. Νόμ. 654Β· ὅλη ... χορ. ὅλη παίδευσις ἦν ἡμῖν αὐτόθι 672Ε· μιμήματα τρόπων ἐστὶ τὰ περὶ τὰς χ. αὐτόθι 655D θυσίαι τε καὶ χ. αὐτόθι 772Β· ἐπάρχεσθαι ... τοὺς χοροὺς χορείας τῷ Διονύσῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2144. 2) ἐπὶ πάσης κυκλικῆς κινήσεως, οἷον τῶν ἀστέρων, χορείαν πάντων χορῶν καλλίστην χορεύοντα Πλάτ. Ἐπιν. 982Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 13, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 17· πλανήτων τε καὶ ἀπλανῶν χορείαις Φίλων 1. 16. ΙΙ. μέλος πρὸς ὄρχησιν, «τραγοῦδι τοῦ χοροῦ», ἄκουε τὰν ἐμὰν Δωρίαν χ. Πρατίνας 1. 19., πρβλ. Ἀριστοφ. Βατράχ. 247.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 danse ; p. anal. mouvement du corps mesuré, réglé, après le repas ; mouvement régulier des mondes, du soleil;
2 particul. danse ou chœur de jeunes filles, ronde;
3 chant en chœur.
Étymologie: χορός.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. σύνολο χορευτών, χορός
2. συνεκδ. ομάδα προσώπων που αποτελούν ένα σύνολο (α. «η χορεία τών αγγέλων» β. «σὺν ταῑς Ἀσωμάτων χορείαις καὶ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Δικαίων αὐτοῡ», Μηναί.)
νεοελλ.
ιατρ. κάθε πάθηση του νευρικού συστήματος, της οποίας κύριο σύμπτωμα είναι οι άρρυθμες, ακούσιες, απότομες κινήσεις μεγάλου εύρους, συνήθως στις ρίζες τών άκρων και στο πρόσωπο·