φοῦρνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
(45)
(45)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν. <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] είδους βατράχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[φρύνος]], με [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>ον</i>- (<b>πρβλ.</b> και [[φροῦνος]]), [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>- (<b>πρβλ.</b> και [[φούρνα]]) και καταβιβασμό του τόνου].
|mltxt=ο, Ν. <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] είδους βατράχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[φρύνος]], με [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>ον</i>- (<b>πρβλ.</b> και [[φροῦνος]]), [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>- (<b>πρβλ.</b> και [[φούρνα]]) και καταβιβασμό του τόνου].
}}
{{grml
|mltxt=ο / φοῡρνος, ΝΜΑ<br />θολωτή κτιστή [[κατασκευή]] για το [[ψήσιμο]] ψωμιού και φαγητών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φουρνάρικο]], [[αρτοποιείο]]<br /><b>2.</b> το ειδικό [[μέρος]] της συσκευής κουζίνας ή χωριστή [[συσκευή]] που χρησιμεύει για [[ψήσιμο]]<br /><b>4.</b> [[εστία]] ατμολέβητα<br /><b>5.</b> <b>τεχνολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του κλιβάνου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της καμίνου<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «όποιος δεν είδε [[κάστρο]], βλέπει φούρνο και ξιπάζεται» ή «που δεν είδε το [[παλάτι]], είδε φούρνο και θαυμάστη» — όποιος έχει ζήσει σε απομονωμένη [[περιοχή]] εκφράζει άκαιρη [[απορία]] ή θαυμασμό για [[μικροπράγματα]]<br />β) «[[φούρνος]] μην καπνίσει» — δηλώνει πλήρη [[αδιαφορία]] για [[σημαντικά]] θέματα<br />γ) «[[κάποιος]] [[φούρνος]] έπεσε [ή γκρέμισε ή χάλασε ή γκρεμίστηκε]»<br /><b>ειρων.</b> συνέβη [[κάτι]] απροσδόκητο<br />δ) «σαν τον φούρνο του Ναστραντίν Χότζα»<br />i) λέγεται σε περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες δίνονται αλληλοσυγκρουόμενες γνώμες ή συμβουλές<br />ii) [[χαρακτηρισμός]] ατόμου με ευμετάβολο και ασταθή χαρακτήρα<br />ε) «[[φούρνος]] μικροκυμάτων» — [[ηλεκτρονικός]] [[φούρνος]] οικιακής χρήσης που λειτουργεί με υψηλής συχνότητας ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα λεγόμενα μικροκύματα, [[γεγονός]] που μειώνει [[κατά]] πολύ τον απαιτούμενο χρόνο παρασκευής τών φαγητών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>furnus</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοῦρνος Medium diacritics: φοῦρνος Low diacritics: φούρνος Capitals: ΦΟΥΡΝΟΣ
Transliteration A: phoûrnos Transliteration B: phournos Transliteration C: foyrnos Beta Code: fou=rnos

English (LSJ)

ὁ, = Lat.

   A furnus, Ath.3.113c, Erot. s.v. ἰπνός.

German (Pape)

[Seite 1301] ὁ, der Ofen, das lat. furnus, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φοῦρνος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. furnus, Ἀθήν. 113C, Ἐρωτιαν. ἐν λέξ. ἰπνός.

Greek Monolingual

ο, Ν. ζωολ. κοινή ονομασία είδους βατράχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φρύνος, με τροπή του -ν- σε -ον- (πρβλ. και φροῦνος), μετάθεση του -ρ- (πρβλ. και φούρνα) και καταβιβασμό του τόνου].

Greek Monolingual

ο / φοῡρνος, ΝΜΑ
θολωτή κτιστή κατασκευή για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητών
νεοελλ.
1. φουρνάρικο, αρτοποιείο
2. το ειδικό μέρος της συσκευής κουζίνας ή χωριστή συσκευή που χρησιμεύει για ψήσιμο
4. εστία ατμολέβητα
5. τεχνολ. κοινή ονομασία του κλιβάνου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της καμίνου
6. φρ. α) «όποιος δεν είδε κάστρο, βλέπει φούρνο και ξιπάζεται» ή «που δεν είδε το παλάτι, είδε φούρνο και θαυμάστη» — όποιος έχει ζήσει σε απομονωμένη περιοχή εκφράζει άκαιρη απορία ή θαυμασμό για μικροπράγματα
β) «φούρνος μην καπνίσει» — δηλώνει πλήρη αδιαφορία για σημαντικά θέματα
γ) «κάποιος φούρνος έπεσε [ή γκρέμισε ή χάλασε ή γκρεμίστηκε]»
ειρων. συνέβη κάτι απροσδόκητο
δ) «σαν τον φούρνο του Ναστραντίν Χότζα»
i) λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δίνονται αλληλοσυγκρουόμενες γνώμες ή συμβουλές
ii) χαρακτηρισμός ατόμου με ευμετάβολο και ασταθή χαρακτήρα
ε) «φούρνος μικροκυμάτων» — ηλεκτρονικός φούρνος οικιακής χρήσης που λειτουργεί με υψηλής συχνότητας ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα λεγόμενα μικροκύματα, γεγονός που μειώνει κατά πολύ τον απαιτούμενο χρόνο παρασκευής τών φαγητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furnus].