-ιάζω: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(17) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάληξη]] ρημάτων της Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. -<i>άζω</i> και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ι</i>- | |mltxt=[[κατάληξη]] ρημάτων της Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. -<i>άζω</i> και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό [[φωνήεν]] -<i>ι</i>- [πρβλ. [[αγιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[άγιος]]), [[αιφνιδιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[αιφνίδιος]]), [[εφοδιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[εφόδιο]]), [[νοικιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοίκι]]), [[οργιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>όργιο</i>), [[σχεδιάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχέδιο]])]. β) σε ρήματα με κατάλ. -<i>άζω</i> και [[διατήρηση]] της ουρανικής προφοράς του προηγούμενου συμφώνου, η οποία παριστάνεται με το -<i>ι</i>-. Τα ρήματα αυτά είχαν αρχικά κατάλ. -<i>ίζω</i><br />(πρβλ. <i>αρραβων</i>-[[ιάζω]] [[αντί]] [[αρραβωνίζω]], <i>βουλ</i>-[[ιάζω]] [[αντί]] [[βολίζω]], <i>καψαλ</i>-[[ιάζω]] [[αντί]] [[καψαλίζω]], <i>κιτριν</i>-[[ιάζω]] [[αντί]] <i>κιτριν</i>-<i>ίζω</i>, [[μανιάζω]] [[αντί]] [[μανίζω]]). γ) σε ρήματα που σχηματίστηκαν αναλογικά [[προς]] άλλα σε -[[ιάζω]] [[αντί]] τών αρχ. σε -<i>ιάω</i>, -<i>ιώ</i>, [[επειδή]] συνέπιπτε ο αόρ. σε -<i>ίασα</i> (πρβλ. [[ανατριχιάζω]], [[κοπιάζω]], [[μουδιάζω]], [[νευριάζω]], [[χτικιάζω]], [[ψειριάζω]] <b>κ.ά.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 19 December 2018
Greek Monolingual
κατάληξη ρημάτων της Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. -άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν -ι- [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (< εφόδιο), νοικιάζω (< νοίκι), οργιάζω (< όργιο), σχεδιάζω (< σχέδιο)]. β) σε ρήματα με κατάλ. -άζω και διατήρηση της ουρανικής προφοράς του προηγούμενου συμφώνου, η οποία παριστάνεται με το -ι-. Τα ρήματα αυτά είχαν αρχικά κατάλ. -ίζω
(πρβλ. αρραβων-ιάζω αντί αρραβωνίζω, βουλ-ιάζω αντί βολίζω, καψαλ-ιάζω αντί καψαλίζω, κιτριν-ιάζω αντί κιτριν-ίζω, μανιάζω αντί μανίζω). γ) σε ρήματα που σχηματίστηκαν αναλογικά προς άλλα σε -ιάζω αντί τών αρχ. σε -ιάω, -ιώ, επειδή συνέπιπτε ο αόρ. σε -ίασα (πρβλ. ανατριχιάζω, κοπιάζω, μουδιάζω, νευριάζω, χτικιάζω, ψειριάζω κ.ά.).