ἀμφικεάζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφικεάζω]] (Α) [[κεάζω]]<br />[[σχίζω]] και από τις δύο πλευρές, [[περικόπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κεάζω]] «[[σχίζω]]»].
|mltxt=[[ἀμφικεάζω]] (Α) [[κεάζω]]<br />[[σχίζω]] και από τις δύο πλευρές, [[περικόπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κεάζω]] «[[σχίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφικεάζω:''' [[διασχίζω]], [[κόβω]] στα δυο, Επικ. αόρ. αʹ <i>-κεάσσας</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικεάζω Medium diacritics: ἀμφικεάζω Low diacritics: αμφικεάζω Capitals: ΑΜΦΙΚΕΑΖΩ
Transliteration A: amphikeázō Transliteration B: amphikeazō Transliteration C: amfikeazo Beta Code: a)mfikea/zw

English (LSJ)

   A cleave asunder, in Ep. aor. part. -κεάσσας Od.14.12.

German (Pape)

[Seite 139] rings spalten, behauen, Od. 14, 12 ἀμφικεάσσας.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικεάζω: διασχίζω, κόπτω εἰς δύο. Ἐπ. μετοχ. ἀόρ. -κεάσας Ὀδ. Ξ. 12.

French (Bailly abrégé)

part. ao. épq. ἀμφικεάσσας;
fendre tout autour.
Étymologie: ἀμφί, κεάζω.

English (Autenrieth)

split or hew around; τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσᾶς, Od. 14.12†.

Spanish (DGE)

cortar, hendir, tallar alrededor τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσας quitando la madera alrededor del negro (corazón) de una encina, Od.14.12.

Greek Monolingual

ἀμφικεάζω (Α) κεάζω
σχίζω και από τις δύο πλευρές, περικόπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κεάζω «σχίζω»].

Greek Monotonic

ἀμφικεάζω: διασχίζω, κόβω στα δυο, Επικ. αόρ. αʹ -κεάσσας, σε Ομήρ. Οδ.