ἄστομος: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄστομος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[στόμα]]<br /><b>2.</b> ο [[άφωνος]], ο [[αμίλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό [[στόμα]], που δεν μπορεί να κρατήσει [[κάτι]] με τα δόντια<br /><b>2.</b> (για άλογα) ο [[σκληρόστομος]], αυτός που δεν δέχεται [[χαλινάρι]]<br /><b>3.</b> (για [[μέταλλο]]) το μαλακό, αυτό που δεν μπορεί να τροχιστεί<br /><b>4.</b> (για [[λίμνη]]) [[χωρίς]] [[στόμιο]], κλειστή από [[παντού]]<br /><b>5.</b> (για [[ποτό]]) [[άνοστος]], [[ανούσιος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄστομος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[στόμα]]<br /><b>2.</b> ο [[άφωνος]], ο [[αμίλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό [[στόμα]], που δεν μπορεί να κρατήσει [[κάτι]] με τα δόντια<br /><b>2.</b> (για άλογα) ο [[σκληρόστομος]], αυτός που δεν δέχεται [[χαλινάρι]]<br /><b>3.</b> (για [[μέταλλο]]) το μαλακό, αυτό που δεν μπορεί να τροχιστεί<br /><b>4.</b> (για [[λίμνη]]) [[χωρίς]] [[στόμιο]], κλειστή από [[παντού]]<br /><b>5.</b> (για [[ποτό]]) [[άνοστος]], [[ανούσιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄστομος:''' -ον ([[στόμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[στόμα]]· λέγεται για τα άλογα, [[ατίθασος]], [[δύστροπος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για σκύλους, αυτός που έχει μαλακό [[στόμα]], [[ανίκανος]] να κρατήσει [[κάτι]] με τα δόντια, που δεν μπορεί να δαγκώσει, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για μέταλλα, [[μαλακός]], αυτός που δεν έχει αιχμηρά [[άκρα]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A speechless, S.Fr.76, Arr.Epict.2.24.26; ἄ. πεποιηκέναι reduce to silence, Luc.λεχ. 15. 2 with no mouth, ἄ. καὶ ἄρρινες Str.2.1.9, cf. Plu.2.938c, 940b. 3 with no outlet, λίμνη Str.7.3.15. II of horses, hard-mouthed, S.El.724, Plu.Art.9. III of dogs, soft-mouthed, unable to hold with the teeth, X.Cyn.3.3. IV of meat and drink, unpalatable, Hices. ap. Ath.7.323a, Dsc.1.110, al.: Comp., Sor.1.95. V of metal, soft, incapable of a fine edge, Plu. Lys.17.
German (Pape)
[Seite 376] (στόμα), ohne Mund, a) nicht sprechen könnend, Soph. frg. 78; vgl. Luc. Lexiph. 15. – b) mit kleinem, schwachem Maule, Hunde, die damit nicht fassen können, Xen. Cyn. 3, 3. – c) hartmäulig, ungehorsam, ἵππος Aesch. frg. 351; πῶλος Soph. El. 714; Plut. Artax. 9; übertr. von Menschen. – d) für den Mund nnangenehm, nicht mundend, Ath. VII, 323 a. – e) bei Poll. 2, 101 = ungeschärft, ξίφος; keine Härtung zulassend, Plut. Lys. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a la bouche dure ; rétif (cheval);
2 qu’on ne peut aiguiser, sans tranchant (métal).
Étymologie: ἀ, στόμα.
Spanish (DGE)
-ον
A de pers. y anim.
I de boca mala o estrecha
1 de boca mala de caballos que no admite freno πῶλος S.El.724, Κύρῳ γενναῖον ἵππον, ἄστομον δὲ καὶ ὑβριστὴν ἐλαύνοντι Plu.Art.9
•cuya boca no sirve para nada de perros para la caza, X.Cyn.3.3, cf. Poll.5.62.
2 de abertura estrecha de la matriz, Hp.Mul.1.1.
II 1carente de boca ἄστομοι καὶ ἄρρινες Str.2.1.9, μήτε ἐσθίοντας μήτε πίνοντας, ἀλλ' ἀστόμους ὄντας Plu.2.938c, cf. 940b.
2 fig. mudo, que está en silencio s. cont., S.Fr.76, ἀλογίαν ἡμῖν ἐπιτάττεις, ὡς ἀστόμοις οὖσι καὶ ἀπεγλωττισμένοις Luc.Lex.15, οὐ βλέπεις ... πῶς αὐτοὺς ἀστόμους πεποίηκε; ¿no ves cómo los ha dejado callados? Arr.Epict.2.24.26.
B de inanim.
I 1que no tiene desembocadura o desagüe λίμνη Str.7.3.15.
2 que no tiene orificio fig. ἄστομος Λυχνία lámpara sin orificio de la Virgen María, Hsch.H.Hom.5.1.15
•que no tiene boquilla σάλπιγξ Hsch.H.Hom.16.3.7.
II que no se puede afilar, que no tiene filo de un metal. Plu.Lys.17.
C desagradable a la boca, de mal gusto de alimentos, Hices. en Ath.323a, Dsc.1.110, Sor.73.10.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄστομος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει στόμα
2. ο άφωνος, ο αμίλητος
αρχ.
1. (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό στόμα, που δεν μπορεί να κρατήσει κάτι με τα δόντια
2. (για άλογα) ο σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι
3. (για μέταλλο) το μαλακό, αυτό που δεν μπορεί να τροχιστεί
4. (για λίμνη) χωρίς στόμιο, κλειστή από παντού
5. (για ποτό) άνοστος, ανούσιος.
Greek Monotonic
ἄστομος: -ον (στόμα)·
I. αυτός που δεν έχει στόμα· λέγεται για τα άλογα, ατίθασος, δύστροπος, σε Σοφ.
II. λέγεται για σκύλους, αυτός που έχει μαλακό στόμα, ανίκανος να κρατήσει κάτι με τα δόντια, που δεν μπορεί να δαγκώσει, σε Ξεν.
III. λέγεται για μέταλλα, μαλακός, αυτός που δεν έχει αιχμηρά άκρα, σε Πλούτ.