ἀσπιδηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπιδηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πολεμιστές) αυτός που φέρει [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[στρατιώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]] (-[[ίδος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]. Το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>-οφείλεται σε λόγους μετρικούς ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)].
|mltxt=[[ἀσπιδηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πολεμιστές) αυτός που φέρει [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[στρατιώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]] (-[[ίδος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]. Το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>-οφείλεται σε λόγους μετρικούς ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπῐδηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ασπίδα]], [[φέρασπις]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδηφόρος Medium diacritics: ἀσπιδηφόρος Low diacritics: ασπιδηφόρος Capitals: ΑΣΠΙΔΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aspidēphóros Transliteration B: aspidēphoros Transliteration C: aspidiforos Beta Code: a)spidhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A shield-bearing, of warriors, Id.Th.19; κῶμος ἀ. E.Supp.390: Subst., Id.Ba.781.

German (Pape)

[Seite 373] schildtragend, οἰκιστήρ Aesch. Spt. 19. – Subst., Eur. Bacch. 780 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδηφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀσπίδα, ἐπὶ πολεμιστῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 19, Ἀγ. 825, ἔνθα ἐτέθη ἀντὶ τοῦ ἡμαρτημένου ἀσπιδηστρόφος· κῶμος ἀσπ. Εὐρ. Ἱκ. 390· πρβλ. τὸ προηγ.

Spanish (DGE)

-ον
portador de escudo λεώς A.A.825, cf. Th.19, κῶμος E.Supp.390
subst. como cuerpo de soldados en el ejército portador del escudo pesado E.Ba.781.

Greek Monolingual

ἀσπιδηφόρος, -ον (Α)
1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα
2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.)
3. ως ουσ. ο στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν -η-οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].

Greek Monotonic

ἀσπῐδηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις, σε Αισχύλ., Ευρ.