ἠπύτα: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠπύτα]], ὁ, ἡ (Α) [[ηπύω]]<br /><b>φρ.</b> α) «[[ἠπύτα]] [[κῆρυξ]]» — [[μεγαλόφωνος]] [[κήρυκας]]» (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[ἠπύτα]] σῡριγξ» — [[οξύφωνος]] [[αυλός]], Κόιντ. | |mltxt=[[ἠπύτα]], ὁ, ἡ (Α) [[ηπύω]]<br /><b>φρ.</b> α) «[[ἠπύτα]] [[κῆρυξ]]» — [[μεγαλόφωνος]] [[κήρυκας]]» (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[ἠπύτα]] σῡριγξ» — [[οξύφωνος]] [[αυλός]], Κόιντ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠπύτα:''' [ῠ], ὁ, Επικ. αντί <i>ἠπύτης</i> ([[ἠπύω]]), [[κράχτης]], [[διαλαλητής]], [[ντελάλης]]· [[ἠπύτα]] [[κῆρυξ]], [[μεγαλόφωνος]] [[κήρυκας]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, Ep. for ἠπύτης (which is not found), (ἠπύω)
A calling, crying, ἠπύτα κῆρυξ the loud-voiced herald, Il.7.384; ἠ. σῦριγξ the shrill pipe, Q.S.6.170; πόντος Opp.C.2.136.
German (Pape)
[Seite 1175] ὁ, ep. für (das wohl nicht vorkommende) ἠπύτης, der Rufer; κήρυξ, der lautrufende Herold, Il. 7, 384; Τρίτων, p. bei Ael. H. A. 13, 21; πόντος, laut tosend, Opp. Cyn. 2, 136; σῦριγξ, Qu. Sm. 6, 170. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἠπύτᾰ: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἠπύτης (ὅπερ ὅμως δὲν ἀπαντᾷ), πρβλ. ἱππότα, κτλ.· (ἠπύω)· - φωνητής, βοητής, κράκτης, ἠπύτα κήρυξ, ὁ μεγαλόφωνος κήρυξ, Ἰλ. Η. 384· ἠπ. σῦριγξ, ἡ ὀξύφωνος σ., Κόϊντ. Σμ. 6. 170· πόντος Ὀππ. Κ. 2. 136.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
seul. nom., épq. p. *ἠπύτης;
qui fait du bruit, retentissant.
Étymologie: ἠπύω.
English (Autenrieth)
(for ἠπύτης, ἠπύω): loudcalling, loud-voiced, Il. 7.384†.
Greek Monolingual
ἠπύτα, ὁ, ἡ (Α) ηπύω
φρ. α) «ἠπύτα κῆρυξ» — μεγαλόφωνος κήρυκας» (Ομ. Ιλ.)
β) «ἠπύτα σῡριγξ» — οξύφωνος αυλός, Κόιντ.
Greek Monotonic
ἠπύτα: [ῠ], ὁ, Επικ. αντί ἠπύτης (ἠπύω), κράχτης, διαλαλητής, ντελάλης· ἠπύτα κῆρυξ, μεγαλόφωνος κήρυκας, σε Ομήρ. Ιλ.