πωλεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πῶλος]]<br /><b>1.</b> [[δαμάζω]], [[εκγυμνάζω]] [[πουλάρι]] («πωλεύειν<br />παιδεύειν πώλους», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εκγυμνάζω]] νεαρό ζώο σε [[κάτι]] («ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι», Αιλ.).
|mltxt=Α [[πῶλος]]<br /><b>1.</b> [[δαμάζω]], [[εκγυμνάζω]] [[πουλάρι]] («πωλεύειν<br />παιδεύειν πώλους», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εκγυμνάζω]] νεαρό ζώο σε [[κάτι]] («ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι», Αιλ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πωλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πῶλος]]), [[δαμάζω]], [[ημερώνω]], [[εκπαιδεύω]], [[γυμνάζω]] νεαρό [[άλογο]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλεύω Medium diacritics: πωλεύω Low diacritics: πωλεύω Capitals: ΠΩΛΕΥΩ
Transliteration A: pōleúō Transliteration B: pōleuō Transliteration C: poleyo Beta Code: pwleu/w

English (LSJ)

   A break in a young horse, X.Eq.2.1, Poll.1.182, Him.Ecl.13.36:—Pass., ib.21.4: generally, to be trained, of elephants, ὀσμῇ πωλευθησόμενοι Ael.NA13.8; ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι ib.16.36.

German (Pape)

[Seite 827] ein junges Pferd bändigen, zureiten, Xen. Hipp. 2, 1; übh. ein junges Thier abrichten, z. B. Elephanten, ὀσμῇ, Ael. H. A. 13, 8. 16, 36.

Greek (Liddell-Scott)

πωλεύω: (πῶλος) πωλοδαμνέω, δαμάζω, ἐκπαιδεύω, ἡμερώνω, γυμνάζω νέον ἵππον, ὅπως γε μὴν δεῖ πωλεύειν δοκεῖ ἡμῖν μὴ γραπτέον εἶναι κτλ. Ξεν. Ἱππ. 2, 1, Πολυδ. Α´, 182· ἐπὶ ἐλεφάντων, ὀσμῇ πωλευθησόμενοι Αἰλ. π. Ζ. 13. 8· ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι αὐτόθι 16. 38. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πωλεύειν· παιδεύειν πώλους».

French (Bailly abrégé)

dresser de jeunes chevaux, ou en gén. de jeunes animaux.
Étymologie: πῶλος.

Greek Monolingual

Α πῶλος
1. δαμάζω, εκγυμνάζω πουλάρι («πωλεύειν
παιδεύειν πώλους», Ησύχ.)
2. (γενικά) εκγυμνάζω νεαρό ζώο σε κάτι («ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι», Αιλ.).

Greek Monotonic

πωλεύω: μέλ. -σω (πῶλος), δαμάζω, ημερώνω, εκπαιδεύω, γυμνάζω νεαρό άλογο, σε Ξεν.