περιστέφω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(32) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] [[κάτι]] σαν σε [[στεφάνι]], [[περιστεφανώνω]]<br /><b>2.</b> [[περικυκλώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>περιστέφομαι</i><br /><b>μτφ.</b> κοσμούμαι με [[αρετή]] («ὁ παῑς ἀρετῇ περιστέφεται», Αφθόν.). | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] [[κάτι]] σαν σε [[στεφάνι]], [[περιστεφανώνω]]<br /><b>2.</b> [[περικυκλώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>περιστέφομαι</i><br /><b>μτφ.</b> κοσμούμαι με [[αρετή]] («ὁ παῑς ἀρετῇ περιστέφεται», Αφθόν.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]], [[περικυκλώνω]], νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν [[Ζεύς]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A enwreathe, surround, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεύς Od.5.303 ; τὴν νησῖδα τοῖς ὅπλοις Plu.Arist.9 ; κύκλῳ τὰ τείχη Id.2.245e ; Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, of the serpent Pytho, Call.Del.93 :—Pass., Orph.Fr.186 : metaph., ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται Aphth.Prog.3.
German (Pape)
[Seite 594] umkränzen, umgeben; οὐρανὸν νεφέεσσι, Od. 5, 303, τὴν νησῖδα ὁπλίταις, Plut. Aristid. 9.
Greek (Liddell-Scott)
περιστέφω: μέλλ. -ψω, περιβάλλω, περικαλύπτω, ὡς διὰ στεφάνου, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεὺς Ὀδ. Ε. 303· τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις Πλουτ. Ἀριστείδ. 9· κύκλῳ τὰ τείχη ὁ αὐτ. 2. 245D· Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, ἐπὶ τοῦ ὄφεως Πύθωνος, Καλλ. εἰς Δῆλον 93.
French (Bailly abrégé)
couronner, envelopper.
Étymologie: περί, στέφω.
English (Autenrieth)
set closely around, surround, Od. 5.303; pass., fig., his words are not ‘crowned’ with grace, Od. 8.175.
Greek Monolingual
Α
1. περιβάλλω κάτι σαν σε στεφάνι, περιστεφανώνω
2. περικυκλώνω
3. παθ. περιστέφομαι
μτφ. κοσμούμαι με αρετή («ὁ παῑς ἀρετῇ περιστέφεται», Αφθόν.).
Greek Monotonic
περιστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω, περικυκλώνω, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν Ζεύς, σε Ομήρ. Οδ.