ἐπιδικάζω: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπιδικάζω]])<br />(για δικαστήριο ή δικαστική [[απόφαση]]) [[αναγνωρίζω]] [[δικαίωμα]] ή [[απαίτηση]] («το δικαστήριο του επιδίκασε χίλιες δραχμές [[αποζημίωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> (για ενάγοντα) [[καταφεύγω]] στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου («προσαγορεύειν δὲ τὲν φόνον τῷ δράσαντι καὶ ἐπιδικασάμενον ἐν ἀγορᾷ κηρῡξαι τῷ κτείναντι», <b>Πλάτ.</b>).<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[κινώ]] δικαστική [[αγωγή]], [[προβάλλω]] αξιώσεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐπιδικάζομαι τῆς ἐπικλήρου» — [[ζητώ]] να εγκριθεί με δικαστική [[απόφαση]] ο [[γάμος]] μου με επίκληρο [[γυναίκα]]. | |mltxt=(AM [[ἐπιδικάζω]])<br />(για δικαστήριο ή δικαστική [[απόφαση]]) [[αναγνωρίζω]] [[δικαίωμα]] ή [[απαίτηση]] («το δικαστήριο του επιδίκασε χίλιες δραχμές [[αποζημίωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> (για ενάγοντα) [[καταφεύγω]] στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου («προσαγορεύειν δὲ τὲν φόνον τῷ δράσαντι καὶ ἐπιδικασάμενον ἐν ἀγορᾷ κηρῡξαι τῷ κτείναντι», <b>Πλάτ.</b>).<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[κινώ]] δικαστική [[αγωγή]], [[προβάλλω]] αξιώσεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐπιδικάζομαι τῆς ἐπικλήρου» — [[ζητώ]] να εγκριθεί με δικαστική [[απόφαση]] ο [[γάμος]] μου με επίκληρο [[γυναίκα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιδῐκάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποδίδω]] [[περιουσία]] σε κάποιον, λέγεται για τον δικαστή, σε Δημ. — Παθ., <i>ἐπιδεδικασμένου τὸν κλῆρον</i>, έχοντάς το κατακυρωμένο σε κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., λέγεται για τον ενάγοντα, [[καταφεύγω]] στο δικαστήριο για να επικυρώσω το δίκιο μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ενάγω]], αιτούμαι δικαστικώς, σε Δημ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A adjudge property in dispute to one, of the judge, ἐ. κλῆρόν τινι Is.11.26, D.48.26:—Pass., ἐπιδεδικασμένου καὶ ἔχοντος τὸν κλῆρον having had it adjudged to one and being in possession, Id.43.7: abs., Lexib.16. II. Med., of the claimant, go to law to establish one's claim, Pl.Lg.874a, PGnom.28,40 (ii A.D.); ἔχω . . τὸν κλῆρον ἐπιδικασάμενος I have obtained it by a lawsuit, Is.11.19. 2. c.gen., sue for, claim at law, ἐπιδικάζεσθαι τοῦ κλήρου Lys.Fr.32, Is.3.41, D. 43.3; ἐ. τῆς ἐπικλήρου claim the hand of the heiress, ib.55, cf. And.1.120, Is.10.5; Ἐπιδικαζόμενος, ὁ, title of plays by Philem., Diph., and Apollod.; later ἐ. τῆς ἀρχῆς J.AJ19.2.1: metaph., ἐ. τῆς μέσης χώρας Arist.EN1107b31:—Pass., to be assigned, of an heiress, D.S.12.18.
German (Pape)
[Seite 938] gerichtlich zusprechen, vom Richter, bes. eine Erbschaft, ἐπεδίκασεν ὁ ἄρχων τοῖς ἀντιδίκοις τὸν κλῆρον Dem. 48, 26; daher παρὰ τοῦ ἐπιδεδικασμένου καὶ ἔχοντος τὸν κλῆρον, dem die Erbschaft zugesprochen worden, 43, 7; ἐπιδικασθεῖσα, die Einem zugesprochene Erbinn, Is. 6, 14; D. Sic. 12, 18. – Med. eine Sache vor Gericht zum Spruche bringen, Plat. Legg. IX, 874 a; bes. sich eine Erbschaft zusprechen lassen, τοῦ κλήρου Dem. 43, 3; Andoc. 3, 41; Is. oft; τῆς οὐσίας Isocr. 19, 3; auch τῆς ἐπικλήρου, eine reiche Erbtochter, Dem. 43, 55; γυναικός Andoc. 1, 119. Vgl. Herm. Staatsalterth. §. 121, 5 Meier u. Schömann Att. Proceß S. 462. – Uebh. wornach trachten, Arist. Eth. 2, 7; ἀνδρός Schol. Ar. Nubb. 40.
French (Bailly abrégé)
adjuger un bien en litige;
Moy. ἐπιδικάζομαι réclamer en justice.
Étymologie: ἐπί, δικάζω.
Greek Monolingual
(AM ἐπιδικάζω)
(για δικαστήριο ή δικαστική απόφαση) αναγνωρίζω δικαίωμα ή απαίτηση («το δικαστήριο του επιδίκασε χίλιες δραχμές αποζημίωση»)
αρχ.
1. μέσ. (για ενάγοντα) καταφεύγω στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου («προσαγορεύειν δὲ τὲν φόνον τῷ δράσαντι καὶ ἐπιδικασάμενον ἐν ἀγορᾷ κηρῡξαι τῷ κτείναντι», Πλάτ.).
2. μέσ. κινώ δικαστική αγωγή, προβάλλω αξιώσεις
3. φρ. «ἐπιδικάζομαι τῆς ἐπικλήρου» — ζητώ να εγκριθεί με δικαστική απόφαση ο γάμος μου με επίκληρο γυναίκα.
Greek Monotonic
ἐπιδῐκάζω: μέλ. -άσω,
I. αποδίδω περιουσία σε κάποιον, λέγεται για τον δικαστή, σε Δημ. — Παθ., ἐπιδεδικασμένου τὸν κλῆρον, έχοντάς το κατακυρωμένο σε κάποιον, στον ίδ.
II. 1. Μέσ., λέγεται για τον ενάγοντα, καταφεύγω στο δικαστήριο για να επικυρώσω το δίκιο μου, σε Πλάτ.
2. με γεν., ενάγω, αιτούμαι δικαστικώς, σε Δημ. κ.λπ.