θαλλός: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[θαλλός]]) [[θάλλω]]<br />τρυφερό [[κλαδί]] φυτού, [[βλαστάρι]] («ἐστεφανῶσθαι ἐλαίης θαλλῷ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το φυτικό [[σώμα]] τών φυκών, τών μυκήτων και άλλων κατώτερων οργανισμών που κατατάσσονταν [[μέχρι]] προ τινος στην [[ομάδα]] [[θαλλόφυτα]]<br />(μσν. αρχ.) <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ θαλλοί</i><br />φύλλα [[φοινικιάς]]·||<b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βραβείο]]<br /><b>2.</b> [[δώρο]], [[φιλοδώρημα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θαλλὸν προσείοντες ἄγουσι» — δελεάζουν με υποσχέσεις (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το ενεστ. θ. <i>θαλλ</i>- του [[θάλλω]]. Ως επιστ. όρος αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>thallus</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[θαλλός]])]. | |mltxt=ο (AM [[θαλλός]]) [[θάλλω]]<br />τρυφερό [[κλαδί]] φυτού, [[βλαστάρι]] («ἐστεφανῶσθαι ἐλαίης θαλλῷ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το φυτικό [[σώμα]] τών φυκών, τών μυκήτων και άλλων κατώτερων οργανισμών που κατατάσσονταν [[μέχρι]] προ τινος στην [[ομάδα]] [[θαλλόφυτα]]<br />(μσν. αρχ.) <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ θαλλοί</i><br />φύλλα [[φοινικιάς]]·||<b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βραβείο]]<br /><b>2.</b> [[δώρο]], [[φιλοδώρημα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θαλλὸν προσείοντες ἄγουσι» — δελεάζουν με υποσχέσεις (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το ενεστ. θ. <i>θαλλ</i>- του [[θάλλω]]. Ως επιστ. όρος αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>thallus</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[θαλλός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θαλλός:''' ὁ ([[θάλλω]]), νέο τρυφερό [[κλαδί]], [[βλαστάρι]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., κ.λπ.· λέγεται για το νεαρό [[κλαδί]] [[ελιάς]] το οποίο κρατούσαν οι ικέτες, σε Ηρόδ., Τραγ.· <i>ἱκτὴρθαλλοῦ</i>, σε Ευρ.· επίσης, θαλλοῦ [[στέφανος]], το [[στεφάνι]] από [[ελιά]] που φορούσαν στις γιορτές, σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (θάλλω)
A young shoot, young branch, Od.17.224, S.El. 422, Theoc.4.45, etc.: generally, branch, Gp.11.10.3; esp. of the olive (cf. Tim.Lex. s.v. θαλλός), ἐστεφανῶσθαι ἐλαίης θαλλῷ Hdt.7.19; ἐλαίας θ. E.IT1101 (lyr.); and freq. without ἐλαίας, A.Ch.1035, S. OC474, etc.; ἱκτὴρ θ. E.Supp.10, cf. A.Ch.1035; θ. χρυσοῦς IG12.287.200; στεφανῶσαι θαλλοῦ στεφάνῳ as a mark of distinction, Aeschin. 3.187, cf. IG22.207, 229, Phld.Ind.Sto.68, etc.; στέφανος θαλλοῦ χρυσοῦς IG22.1388.33; στέφανος τὸ νικητήριον θαλλοῦ Pl.Lg.943c; prov., θαλλὸν προσείοντες ἄγουσι they entice, as one does cattle, by holding out a green bough, Id.Phdr.23od; θαλλῷ προδειχθέντι ἀκολουθεῖν Luc. Herm.68, cf. Lib.Ep.212.3. II θαλλοί, οἱ, palm-leaves, which were plaited into baskets, Gp.10.6.2. III gift (prob. at first a branch, later in other forms) given to a landlord by one whose bid for a lease was accepted, UPZ112 iii 15 (ii B.C.); repeated annually, θαλλῶν κατ' ἔτος ἄρτων ἡμιαρταβίου καὶ ἀλέκτορος PRyl.167.16 (i A.D.), etc.; esp. at festivals, PAmh.2.93.11 (ii A.D.); gratuity additional to wages, PCair.Preis.31.21 (ii A.D.); any gift given annually at a festival, Ps.-Callisth.1.32.
German (Pape)
[Seite 1184] ὁ, junger Zweig, Schößling, Sprößling; Od. 17, 224; Aesch. Ch. 1031; βλαστεῖν θαλλόν Soph. El. 414; Ant. 1187; bes. ἐλαίας, der Oelzweig, O. C. 475, den die Schutzflehenden in den Händen hielten; ἱκτήρ Eur. suppl. 10; ἱερὸν γλαυκᾶς ἐλαίας θ. I. T 1101; θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες, d. i. anlocken, wie eine Ziege durch ein vorgehaltenes Reis, Plat. Phaedr. 230 d; Oelzweig als Siegeszeichen, στέφανον δὲ τὸ νικητήριον εἶναι ἑκάστοις θαλλοῦ Legg. XII, 943 c; vgl. Aesch. 3, 187 u. Ath. VII, 276 b XII, 535 c; Pol. 3, 52, 3 sagt θαλλοὶ καὶ στέφανοι σχεδὸν πᾶσι τοῖς βαρβάροις εἰσὶ συνθῆκαι φιλίας.
Greek (Liddell-Scott)
θαλλός: ὁ, (θάλλω) νέος τρυφερὸς κλάδος, βλαστός, Ὀδ. Ρ. 224, Σοφ. Ἠλ. 422, κτλ.· - ἐπὶ τοῦ κλάδου ἐλαίας, ὃν ἔφερον οἱ ἱκέται, ἐστεφανῶσθαι ἐλαίης θαλλῷ Ἡρόδ. 7. 19· ἐλαίας θ. Εὐρ. Ι. Τ. 1101· καὶ συχνάκις ἄνευ τοῦ ἐλαίας, Αἰσχύλ. Χο. 1035, Σοφ. Ο. Κ. 474, Εὐρ., κτλ.· ἱκτὴρ θ. Εὐρ. Ἱκέτ. 10, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 43· ὡσαύτως, θαλλοῦ στέφανος, ὁ ἐν ἐλαίας στέφανος, ὃν ἔφερον κατὰ τὰς ἑορτάς, Αἰσχίν. 80. 37, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 943C· στεφανοῦν τινα θαλλῷ αὐτόθι 946Β· στεφανῶσαί τινα θαλλοῦ στεφάνῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 101. 8., 102. 18, 109 κ. ἀλλ.· - παροιμ., θαλλὸν προσείω τινί, προσελκύω τινά, ὅπως προσελκύει τις αἶγα ἢ ἄλλα θρέμματα προδεικνύων θαλλόν, Πλάτ. Φαίδρ. 230D· θαλλῷ προδειχθέντι ἀκολουθεῖν Λουκ. Ἑρμοτ. 68. ΙΙ. θαλλοί, οἱ, φύλλα φοίνικος, Γεωπ. 10. 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
jeune pousse, jeune branche ; abs. branche d’olivier, particul. branche d’olivier que portaient les suppliants et dont on se servait pour brûler les morts.
Étymologie: R. Θαλ, pousser, croître ; cf. θάλλω.
Syn. εἰρεσιώνη, ἱκετηρία.
English (Autenrieth)
collectively, twigs for fodder, Od. 17.224†.
Greek Monolingual
ο (AM θαλλός) θάλλω
τρυφερό κλαδί φυτού, βλαστάρι («ἐστεφανῶσθαι ἐλαίης θαλλῷ», Ηρόδ.)
νεοελλ.
βοτ. το φυτικό σώμα τών φυκών, τών μυκήτων και άλλων κατώτερων οργανισμών που κατατάσσονταν μέχρι προ τινος στην ομάδα θαλλόφυτα
(μσν. αρχ.) στον πληθ. οἱ θαλλοί
φύλλα φοινικιάς·
Greek Monotonic
θαλλός: ὁ (θάλλω), νέο τρυφερό κλαδί, βλαστάρι, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., κ.λπ.· λέγεται για το νεαρό κλαδί ελιάς το οποίο κρατούσαν οι ικέτες, σε Ηρόδ., Τραγ.· ἱκτὴρθαλλοῦ, σε Ευρ.· επίσης, θαλλοῦ στέφανος, το στεφάνι από ελιά που φορούσαν στις γιορτές, σε Αισχίν.