μόναρχος: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(25) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόναρχος]] και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συγκεντρώνει στο [[πρόσωπο]] του απόλυτη [[πολιτική]] [[εξουσία]] και κυβερνά [[χωρίς]] κανένα περιορισμό, [[μονάρχης]] («ὁρῶν ὅτι τραχὺς [[μόναρχος]] οὐδ' [[ὑπεύθυνος]] κρατεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυνάστης]]<br /><b>3.</b> [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]]<br /><b>4.</b> [[επώνυμος]] [[άρχοντας]] της νήσου Κω<br /><b>5.</b> [[ονομασία]] [[μήνα]] στην Κω<br /><b>6.</b> [[δικτάτορας]]<br /><b>7.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μόναρχος]], -<i>ον</i><br />ο [[μοναρχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τριήρ</i>-<i>αρχος</i>]. | |mltxt=[[μόναρχος]] και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συγκεντρώνει στο [[πρόσωπο]] του απόλυτη [[πολιτική]] [[εξουσία]] και κυβερνά [[χωρίς]] κανένα περιορισμό, [[μονάρχης]] («ὁρῶν ὅτι τραχὺς [[μόναρχος]] οὐδ' [[ὑπεύθυνος]] κρατεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυνάστης]]<br /><b>3.</b> [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]]<br /><b>4.</b> [[επώνυμος]] [[άρχοντας]] της νήσου Κω<br /><b>5.</b> [[ονομασία]] [[μήνα]] στην Κω<br /><b>6.</b> [[δικτάτορας]]<br /><b>7.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μόναρχος]], -<i>ον</i><br />ο [[μοναρχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τριήρ</i>-<i>αρχος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μόναρχος:''' Ιων. μουν-, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που κυβερνά [[μόνος]], [[μονάρχης]], [[απόλυτος]] [[άρχοντας]], σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[σκᾶπτον]] μόναρχον, το [[σκήπτρο]] του μονάρχη, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τον Ρωμαίο Δικτάτορα, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. μούν-, ὁ,
A monarch, sole ruler, first in Thgn.52 (in Ion. form, as Hdt.3.82,5.46), cf. Sol.9.3, etc.; τραχὺς μ. A.Pr.326; μονάρχους καταλύειν Th. 1.122; δῆμος, ἅτε μ. ὤν as sole ruler, Arist.Pol.1292a15; γῆς τῆσδε μ. Ar.Eq.1330. 2 princelet, dynast, OGI54.16 (Adule, iii B. C.): generally, leader, general, E.Rh.31 (lyr.). 3 = Lat. dictator, Plu. Cam.18. II title of magistrate at Cos, SIG1012.13, etc. b name of month at Cos, dub. in BMus.Inscr.339. III as Adj., σκᾶπτον μ. the royal sceptre, Pi.P.4.152.
German (Pape)
[Seite 201] alleinherrschend, der Monarch; σκᾶπτον μόναρχον, Pind. P. 4, 152, des Alleinherrschers Scepter; Aesch. Prom. 324; Ar. Equ. 1327; Thuc. 1, 122; Plat. Polit. 301 c u. Folgde; – ion. μούναρχος, Her. 3, 80 u. öfter, τὸν μούναρχον τῶν Ζαγκλαίων, 6, 23.
Greek (Liddell-Scott)
μόναρχος: Ἰων. -μούν-, ὁ, μονάρχης, ὁ ἄρχων μόνος ἄνευ περιορισμοῦ τινος, κύριος ἀπόλυτος, ἀνώτατος καὶ μόνος ἄρχων, πρῶτον παρὰ τῷ Θεόγν. 52 (οὗτος δέ, ὡς καὶ ὁ Ἡρόδ., ποιεῖται χρῆσιν τοῦ Ἰων. τύπου ὡς καὶ ὁ Εὐρ. ἐν Ρήσ. 31), Σόλων 9. 3· τραχὺς μ. Αἰσχύλ. Πρ. 324· μονάρχους καταλύειν Θουκ. 1. 122· δῆμος, ἅτε μ. ὤν, ὡς ἔχων ἀνωτάτην ἐξουσίαν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27· γῆς τῆσδε μ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1330· πρβλ. μοναρχία· 2) ὡς ἐπίθ., σκᾶπτον μ., τὸ τῆς μοναρχίας, τὸ μοναρχικὸν σκῆπτρον, Πινδ. Π. 4. 270. ΙΙ. τὸ Ἑλληνικὸν ἰσοδύναμον τῷ Ρωμαϊκῷ Dictator, Πλουτ. Κάμ. 18· ― καθόλου, ἡγεμών, ἀρχηγός, Εὐρ. Ρησ. 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui commande seul, souverain ; ὁ μόναρχος monarque, chef souverain ; à Rome dictateur.
Étymologie: μόνος, ἄρχω.
English (Slater)
μόναρχος
a sole ruler μ]όναρχον Κικόνων (supp. Lobel: i. e. Diomedes) fr. 169. 10.
nbsp;b adj., of monarchy “σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος” (P. 4.152)
Spanish
Greek Monolingual
μόναρχος και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α)
1. αυτός που συγκεντρώνει στο πρόσωπο του απόλυτη πολιτική εξουσία και κυβερνά χωρίς κανένα περιορισμό, μονάρχης («ὁρῶν ὅτι τραχὺς μόναρχος οὐδ' ὑπεύθυνος κρατεῑ», Αισχύλ.)
2. δυνάστης
3. αρχηγός, ηγεμόνας
4. επώνυμος άρχοντας της νήσου Κω
5. ονομασία μήνα στην Κω
6. δικτάτορας
7. ως επίθ. μόναρχος, -ον
ο μοναρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. τριήρ-αρχος].
Greek Monotonic
μόναρχος: Ιων. μουν-, ὁ,
I. 1. αυτός που κυβερνά μόνος, μονάρχης, απόλυτος άρχοντας, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.
2. ως επίθ., σκᾶπτον μόναρχον, το σκήπτρο του μονάρχη, σε Πίνδ.
II. λέγεται για τον Ρωμαίο Δικτάτορα, σε Πλούτ.