ὑπεροπλίζομαι: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(43) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ὑπέροπλος]]<br />[[υπερισχύω]] με τη [[δύναμη]] τών όπλων, [[κατανικώ]] ή, κατ' άλλους, [[συμπεριφέρομαι]] υπεροπτικά και αλαζονικά, [[περιφρονώ]]. | |mltxt=Α [[ὑπέροπλος]]<br />[[υπερισχύω]] με τη [[δύναμη]] τών όπλων, [[κατανικώ]] ή, κατ' άλλους, [[συμπεριφέρομαι]] υπεροπτικά και αλαζονικά, [[περιφρονώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεροπλίζομαι:''' ([[ὁπλίζω]]), μέλ. <i>-ίσομαι</i>· <i>-οπλίσσαιτο</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ· αποθ., [[κατατροπώνω]] με τη [[δύναμη]] των όπλων ή (από το [[ὑπέροπλος]]), φέρομαι με [[περιφρόνηση]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
(ὁπλίζω)
A vanquish by force of arms, οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Od.17.268, acc. to Aristarch.; others expld. it as treat haughtily or scornfully:—Act. in Suid. (-ῆσαι Hsch.).
German (Pape)
[Seite 1199] dep. med., mit Waffengewalt überwinden, besiegen; οὐκ ἄν τίς μιν (αὐλήν) ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο, Ol. 17, 268, erobern, einnehmen, nach Aristarch; Andere erklärten verachten und übermüthig behandeln, s. Buttm. Lexil. II p. 215; als intrans., ein ὑπέροπλος sein, übermüthig u. frech sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροπλίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ.· (ὁπλίζω)· ― διὰ τῶν ὅπλων καταβάλλω, νικῶ, οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Ὀδ. Ρ. 268. ― Κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ὑπεροπλίσσαιτο, ἤτοι ὑπερηφανήσει, ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει». ― «Ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσιν, νικήσειεν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὀμ. σ. 675, ἔνθα ἴδε καὶ τὴν γνώμην αὐτοῦ τοῦ Ἀπολλωνίου.
French (Bailly abrégé)
opt. ao. poét. 3ᵉ sg. ὑπεροπλίσσαιτο;
vaincre par la force des armes ; sel. d’autres traiter avec arrogance, acc..
Étymologie: ὑπέροπλος.
English (Autenrieth)
aor. opt. -σσαιτο: vanquish by force of arms; according to others, presumptuously blame, Od. 17.268†.
Greek Monolingual
Α ὑπέροπλος
υπερισχύω με τη δύναμη τών όπλων, κατανικώ ή, κατ' άλλους, συμπεριφέρομαι υπεροπτικά και αλαζονικά, περιφρονώ.
Greek Monotonic
ὑπεροπλίζομαι: (ὁπλίζω), μέλ. -ίσομαι· -οπλίσσαιτο, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ· αποθ., κατατροπώνω με τη δύναμη των όπλων ή (από το ὑπέροπλος), φέρομαι με περιφρόνηση, σε Ομήρ. Οδ.