σκοπιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
(37)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σκοπιά]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]] από ψηλό [[τόπο]], [[κατοπτεύω]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κοιτάζω]] («δηρὸν δὲ καθήμενος ἐσκοπίαζον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατασκοπεύω]] κάποιον<br /><b>4.</b> (για όμιλο λάτρεων της Ίσιδος) [[προσέχω]] [[μήπως]] φανεί [[κοπάδι]] ψαριών<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>σκοπιάζομαι</i><br />έχω τον νου μου σε [[κάτι]] («[[ὧπερ]] τὼς θύννως σκοπιάζεται Ὄλπις ὁ [[γριπεύς]]», <b>Θεόκρ.</b>).
|mltxt=Α [[σκοπιά]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]] από ψηλό [[τόπο]], [[κατοπτεύω]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κοιτάζω]] («δηρὸν δὲ καθήμενος ἐσκοπίαζον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατασκοπεύω]] κάποιον<br /><b>4.</b> (για όμιλο λάτρεων της Ίσιδος) [[προσέχω]] [[μήπως]] φανεί [[κοπάδι]] ψαριών<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>σκοπιάζομαι</i><br />έχω τον νου μου σε [[κάτι]] («[[ὧπερ]] τὼς θύννως σκοπιάζεται Ὄλπις ὁ [[γριπεύς]]», <b>Θεόκρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκοπιάζω:''' ([[σκοπιά]]), μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[παρατηρώ]] κάποιον,<br /><b class="num">I.</b> [[κατασκοπεύω]] από υπερυψωμένο [[σημείο]] ή από πύργο σκοπιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κατασκοπεύω]], [[παραμονεύω]], [[εξερευνώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[κατασκοπεύω]] κάποιον, [[εξερευνώ]], [[ανακαλύπτω]] [[κάτι]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ. κ.λπ.· ομοίως στον Μέσ., [[παραφυλάσσω]], [[παραμονεύω]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπιάζω Medium diacritics: σκοπιάζω Low diacritics: σκοπιάζω Capitals: ΣΚΟΠΙΑΖΩ
Transliteration A: skopiázō Transliteration B: skopiazō Transliteration C: skopiazo Beta Code: skopia/zw

English (LSJ)

(σκοπιά) poet. Verb, almost always pres. and impf.,

   A spy from a high place or watch-tower, Il.14.58, Q.S. 2.6: generally, spy, watch, even on a plain, Od.10.260.    2 watch for shoals of fish, applied to certain members of a guild of lsis-worshippers, IGRom.1.817.8 (Callipolis).    II trans., spy out, watch, c.acc., Il.10.40, AP9.606, etc.:—Med., look out for, watch, τὼς θύννως Theoc.3.26; νῆα A.R.2.918, etc.: aor. σκοπιασάμενος Callicrat. ap. Stob.4.28.18.

German (Pape)

[Seite 903] (verstärktes σκοπέω), von einem hochliegenden Orte, einer Warte spähend um sich schauen, spähen, Il. 14, 58; auch in der Ebene, Od. 10, 260. – Auch trans., erspähen, auskundschaften, ἄνδρας δυσμενέας σκοπιαζέμεν οἶος ἐπελθών, Il. 10, 40, wo 38 ἐπίσκοπος vorhergeht. – Bei Theocr. 3, 26 deponens.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπιάζω: (σκοπιά) ποιητ. ῥῆμα ὅπερ εἶναι ἐν χρήσει σχεδὸν μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., βλέπω περὶ ἐμαυτόν, παρατηρῶ, θεῶμαι ἀφ’ ὑψηλοῦ, περιβλέπω ἀπὸ σκοπιᾶς, Ἰλ. Ξ. 58· καθόλου, παρατηρῶ, ἐξετάζω, ἔτι καὶ ἐπὶ πεδιάδος εὑρισκόμενος ἢ ἐπὶ χαμηλοῦ τόπου, Ὀδ. Κ. 260. ΙΙ. μεταβ., μετὰ προσοχῆς ἐξετάζω, ἐρευνῶ, ἀνακαλύπτω, μετ’ αἰτ., Ἰλ. Κ. 40, Ἀνθ. Π. 9. 606, κτλ.· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσέχω εἴς τι, παραφυλάττω, τὼς θύννως Θεόκρ. 3. 26· νῆα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 918, κτλ.· ἀόρ. σκοπιασάμενος Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 487. 14.

French (Bailly abrégé)

1 observer d’un lieu élevé, épier ; p. ext. observer en plaine;
2 aller à la découverte de, rechercher, acc..
Étymologie: σκοπιά.

English (Autenrieth)

(σκοπιή), inf. -έμεν: keep a look-out, watch, spy out, Il. 10.40.

Greek Monolingual

Α σκοπιά
(ποιητ. τ.)
1. παρατηρώ από ψηλό τόπο, κατοπτεύω
2. (γενικά) κοιτάζω («δηρὸν δὲ καθήμενος ἐσκοπίαζον», Ομ. Οδ.)
3. κατασκοπεύω κάποιον
4. (για όμιλο λάτρεων της Ίσιδος) προσέχω μήπως φανεί κοπάδι ψαριών
5. μέσ. σκοπιάζομαι
έχω τον νου μου σε κάτιὧπερ τὼς θύννως σκοπιάζεται Ὄλπις ὁ γριπεύς», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

σκοπιάζω: (σκοπιά), μόνο σε ενεστ. και παρατ., παρατηρώ κάποιον,
I. κατασκοπεύω από υπερυψωμένο σημείο ή από πύργο σκοπιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· κατασκοπεύω, παραμονεύω, εξερευνώ, σε Ομήρ. Οδ.
II. μτβ., κατασκοπεύω κάποιον, εξερευνώ, ανακαλύπτω κάτι, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ. κ.λπ.· ομοίως στον Μέσ., παραφυλάσσω, παραμονεύω, σε Θεόκρ.