ψυχοτακής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λειώνει την [[ψυχή]] ή την [[καρδιά]] («ψυχοτακῆ δάκρυα», ΑΠλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τακῄς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τᾰκ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔτακον</i>, αόρ. β' του [[τήκω]] «[[λειώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σαρκο</i>-<i>τακής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λειώνει την [[ψυχή]] ή την [[καρδιά]] («ψυχοτακῆ δάκρυα», ΑΠλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τακῄς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τᾰκ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔτακον</i>, αόρ. β' του [[τήκω]] «[[λειώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σαρκο</i>-<i>τακής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψῡχοτᾰκής:''' -ές ([[τήκω]]), αυτός που λιώνει την [[ψυχή]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχοτᾰκής Medium diacritics: ψυχοτακής Low diacritics: ψυχοτακής Capitals: ΨΥΧΟΤΑΚΗΣ
Transliteration A: psychotakḗs Transliteration B: psychotakēs Transliteration C: psychotakis Beta Code: yuxotakh/s

English (LSJ)

ές,

   A melting the soul or heart, στόματος πρόθυρα (i. e. χείλη) AP5.55 (Diosc.); δάκρυα APl.4.198 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1404] ές, die Seele schmelzend, oder worin die Seele schmilzt, sich ergießt; δάκρυα Qu. Maec. 9 (Plan. 198); χείλη Sosipat. 3 (V, 56).

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοτᾰκής: -ές, ὁ τήκων τὴν ψυχὴν ἢ τὴν καρδίαν, χείλη, δάκρυα Ἀνθ. Παλατ. 5. 56, Πλαν. 198.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui consume l’âme;
2 qui assigne les âmes à comparaître.
Étymologie: ψυχή, τήκω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λειώνει την ψυχή ή την καρδιά («ψυχοτακῆ δάκρυα», ΑΠλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -τακῄς (< θ. τᾰκ-, πρβλ. ἔτακον, αόρ. β' του τήκω «λειώνω»), πρβλ. σαρκο-τακής].

Greek Monotonic

ψῡχοτᾰκής: -ές (τήκω), αυτός που λιώνει την ψυχή, σε Ανθ.