σκῶλος: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
(37)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πάσσαλος]] με οξύ το ένα του [[άκρο]], [[παλούκι]]<br /><b>2.</b> [[αγκάθι]] («ἦν τις [[ἀΐδρυτος]] ἀβάτοισιν ἐν σκώλοισι τὰ πρόσωπα περιειργμένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμφορά]], όλεθρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[σκόλοψ]] «[[πάσσαλος]], [[παλούκι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. μπορεί να συνδεθεί με αλβ. <i>hell</i> «[[τρυπητήρι]], [[σούβλα]]», <i>helle</i> «[[σούβλα]], [[ακόντιο]]», λιθουαν. <i>ku</i><i>ō</i><i>las</i> «[[παλούκι]]»].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκώλοισι<br />δρεπάνοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σκώληκας]]].———————— <b>(III)</b><br />τὸ, Α<br />(αμφβλ. σημ.) οικιακό [[σκεύος]] άγνωστης χρήσης.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πάσσαλος]] με οξύ το ένα του [[άκρο]], [[παλούκι]]<br /><b>2.</b> [[αγκάθι]] («ἦν τις [[ἀΐδρυτος]] ἀβάτοισιν ἐν σκώλοισι τὰ πρόσωπα περιειργμένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμφορά]], όλεθρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[σκόλοψ]] «[[πάσσαλος]], [[παλούκι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. μπορεί να συνδεθεί με αλβ. <i>hell</i> «[[τρυπητήρι]], [[σούβλα]]», <i>helle</i> «[[σούβλα]], [[ακόντιο]]», λιθουαν. <i>ku</i><i>ō</i><i>las</i> «[[παλούκι]]»].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκώλοισι<br />δρεπάνοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σκώληκας]]].———————— <b>(III)</b><br />τὸ, Α<br />(αμφβλ. σημ.) οικιακό [[σκεύος]] άγνωστης χρήσης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκῶλος:''' ὁ, όπως το [[σκόλοψ]], [[πάσσαλος]] που έχει αιχμηρή [[απόληξη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῶλος Medium diacritics: σκῶλος Low diacritics: σκώλος Capitals: ΣΚΩΛΟΣ
Transliteration A: skō̂los Transliteration B: skōlos Transliteration C: skolos Beta Code: skw=los

English (LSJ)

ὁ,= σκόλοψ,

   A pointed stake, ὥς τε σ. πυρίκαυστος Il.13.564: also, thorn, prickle, Ar.Lys.810, Call.Fr.7.1 P.    2 metaph., evil, ruin, LXX 2 Ch.28.23.    3 = δρέπανον, Hsch.
σκῶλος, εος, τό, dub. sens. in BGU40.13 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, wie σκόλοψ, ein Spitzpfahl, πυρίκαυστος, Il. 13, 564. Auch Dorn, Stachel, Ar. Lys. 810.

Greek (Liddell-Scott)

σκῶλος: ὁ, ὡς τὸ σκόλοψ, πάσσαλος ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», ὥστε σκ. πυρίκαυστος Ἰλ. Ν. 564· ὡσαύτως, ἄκανθα, κέντρον («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, ὄλεθρος, ἀπώλεια, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 pieu, poteau;
2 épine, piquant.
Étymologie: cf. σκόλοψ.

English (Autenrieth)

pointed stake, Il. 13.564†.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο, παλούκι
2. αγκάθι («ἦν τις ἀΐδρυτος ἀβάτοισιν ἐν σκώλοισι τὰ πρόσωπα περιειργμένος», Αριστοφ.)
3. συμφορά, όλεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σκόλοψ «πάσσαλος, παλούκι». Κατ' άλλη άποψη, η λ. μπορεί να συνδεθεί με αλβ. hell «τρυπητήρι, σούβλα», helle «σούβλα, ακόντιο», λιθουαν. kuōlas «παλούκι»].———————— (II)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκώλοισι
δρεπάνοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκώληκας].———————— (III)
τὸ, Α
(αμφβλ. σημ.) οικιακό σκεύος άγνωστης χρήσης.

Greek Monotonic

σκῶλος: ὁ, όπως το σκόλοψ, πάσσαλος που έχει αιχμηρή απόληξη, σε Ομήρ. Ιλ.