ἐπιδημία: Difference between revisions
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐπιδήμια, τὰ (AM)<br />ευχαριστήρια [[τελετή]] [[κατά]] την [[άφιξη]] ή την [[επιστροφή]] σε έναν [[τόπο]], [[προς]] [[τιμή]] τών Ενοδίων θεών που προστάτευσαν τον ταξιδιώτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>δήμια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δήμος]])]. | |mltxt=ἐπιδήμια, τὰ (AM)<br />ευχαριστήρια [[τελετή]] [[κατά]] την [[άφιξη]] ή την [[επιστροφή]] σε έναν [[τόπο]], [[προς]] [[τιμή]] τών Ενοδίων θεών που προστάτευσαν τον ταξιδιώτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>δήμια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δήμος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιδημία:''' ἡ, [[διαμονή]] σε ένα [[μέρος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A stay in a place, Pl.Prm.127a; αἱ ἐ. αἱ τῶν συμμάχων X.Ath.1.18; of an Emperor, visit, OGI517.7 (Thyatira, iii A.D.), Hdn.3.14.1. 2. ἐ. εἰς . . arrival at . . IG3.1023. 3. prevalence of an epidemic, νουσήματος Hp.Nat.Hom.9; of rain, Ael. NA5.13. 4. Dor. ἐπιδᾱμία, ἡ, right of residence, IG12(1).43 (Rhodes).
German (Pape)
[Seite 937] ἡ, das in der Heimath sein, der Aufenthalt an einem Orte, ἀνεγνώρισέ με ἐκ τῆς προτέρας ἐπιδημίας Plat. Parm. 127 a; διὰ τὰς ἐπιδημίας τὰς τῶν συμμάχων Xen. Rep. Ath. 1, 17; Sp.; Heimathsrecht, ἐπιδαμία δέδοταί τινι, Inscr. Rhein. Mus. N. F. IV, 2 p. 166. – Von Krankheiten, die Verbreitung in einem Volke, Hippocr. – Die Ankunft, Hdn. 3, 14, 8; auch ὑετοῦ ἀπειλοῦντος Ael. H. A. 5, 13.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 séjour dans un pays;
2 arrivée : ὑετοῦ ÉL de la pluie.
Étymologie: ἐπίδημος.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιδημία) επιδημώ
1. παθολογική κατάσταση, συνήθως λοιμώδης, μεταδοτική νόσος που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων της ίδιας περιοχής
2. συχνή και εκτεταμένη εμφάνιση δυσάρεστων γεγονότων («επιδημία ληστειών»)
3. παραμονή στον τόπο κατοικίας («άδεια επιδημίας τών αρχαιολόγων»)
4. η έλευση και παρουσία του Χριστού ανάμεσα στους ανθρώπους
αρχ.-μσν.
1. άφιξη και παραμονή σε ξένη χώρα («διὰ τὰς ἐπιδημίας τῶν συμμάχων»)
2. δικαίωμα, άδεια παραμονής σε έναν τόπο.
Greek Monolingual
ἐπιδήμια, τὰ (AM)
ευχαριστήρια τελετή κατά την άφιξη ή την επιστροφή σε έναν τόπο, προς τιμή τών Ενοδίων θεών που προστάτευσαν τον ταξιδιώτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δήμια (< δήμος)].