δραστήριος: Difference between revisions
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[δραστήριος]], -ον, Μ και -ιος, -ία, -ον)<br /><b>1.</b> [[ενεργητικός]], [[ικανός]] για [[δράση]]<br /><b>2.</b> [[γόνιμος]], [[αποτελεσματικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[κακά]] αποτελέσματα, [[οδυνηρός]]<br /><b>2.</b> [[δουλικός]]. | |mltxt=-ια, -ιο (AM [[δραστήριος]], -ον, Μ και -ιος, -ία, -ον)<br /><b>1.</b> [[ενεργητικός]], [[ικανός]] για [[δράση]]<br /><b>2.</b> [[γόνιμος]], [[αποτελεσματικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[κακά]] αποτελέσματα, [[οδυνηρός]]<br /><b>2.</b> [[δουλικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δραστήριος:''' -ον ([[δράω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[ενεργητικός]], [[αποτελεσματικός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>τὸ δρ</i>., [[δραστηριότητα]], [[ενεργητικότητα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[αυθάδης]], [[ξεδιάντροπος]], [[θρασύς]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A active, efficacious, μηχανή A.Th.1046; φάρμακον E.Ion1185; ἀνὴρ δ. ἐς τὰ πάντα Th.4.81; τὸ δ. activity, energy, Id.2.63. Adv. -ίως Ph.1.104, Jul.Ep.10, Hierocl. in CA26p.479M. 2 rarely in bad sense, τὰ δεινὰ καὶ δ. audacious deeds, E.Or.1554. 3 active, opp. passive, Plot.6.1.29; esp. in Gramm., of verbs, D.H.Th.24. Adv. -ίως Syrian. in Metaph.82.31.
German (Pape)
[Seite 665] ον, thatkräftig, unternehmend; Eur. Hel. 998; ἐς τὰ πάντα Thuc. 4, 81, der τὸ δραστήριον, die Thatkraft, den Unternehmungsgeist, dem ἄπραγμον entgegensetzt, 2, 63; Plut. vrbdt τὸ δρ. καὶ τὸ γαῦρον Fab. 19. Von Sachen, wirksam, μηχανή Aesch. Spt. 1032; φάρμακον Eur. Ion 1185; – ῥήματα, verba activa, Ggstz παθητικά, Dion. Hal. iud. de Thuc. 24, öfter. – Adv., Philo. – Bei Nonn. ἔργα, des Dieners.
Greek (Liddell-Scott)
δραστήριος: -ον, ἐνεργητικός, ἀποτελεσματικός, μηχανὴ Αἰσχύλ. Θήβ. 1041· φάρμακον Εὐρ. Ἴωνι 1185· δρ. ἐς τὰ πάντα Θουκ. 4. 81· τὸ δρ., δραστηριότης, ἐνεργητικότης, ὁ αὐτ. 2. 63· ἀντίθ. ἄπραγμον·- δρ. ῥῆμα, ἐνεργητικόν· ἀντίθ. παθητικόν, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια, θρασέα ἔργα, Εὐρ. Ὀρ. 1554. 3) δουλικός, ἔργον Νόνν. Ἰω. ιγ΄, ἴδε ζ΄.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
actif en parl. de pers. ; ἀνὴρ δραστήριος ἐς τὰ πάντα THC homme prêt à toutes les entreprises, propre à tout ; τὸ δραστήριον, l’activité ; en parl. de choses efficace, énergique.
Étymologie: δράω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. δρηστήριος Nonn.Par.Eu.Io.13.7
• Morfología: [fem. -α D.C.Epit.Xiph.78.15, Procl.in Prm.908, 918]
I 1eficaz, activo, drástico μηχανή A.Th.1041, φάρμακον E.Io 1185, de pers. ἐλεινὸς ἦν ἂν μᾶλλον ἢ δ. E.Hel.992, cf. Fr.688, ἄνδρα ... δραστήριον ... ἐς τὰ πάντα Th.4.81
•fil. activo, eficiente δραστήριοι τῶν ὅλων ἀρχαί principios eficientes de todas las cosas Emp. en S.E.M.7.115, τὸ δ' ἄρρεν σφοδρόν τε καὶ δραστήριον Aristid.Quint.67.6, φύσις Plot.4.7.4, δύναμις Procl.in Prm.908, 918.
2 en sent. neg. expeditivo, peligroso δόλια καὶ δραστήρια E.Io 985, τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια E.Or.1554, γυνὴ ... δραστηρία καὶ συνετή de Cleopatra, D.C.l.c.
3 gram., de la voz verbal activo δραστήρια ῥήματα op. παθητικά D.H.Th.24.5, An.Ox.3.272.15.
4 que produce, productor abs. Didym.Gen.165.11.
II subst.
1 τὸ δ. actividad τὸ γὰρ ἄπραγμον οὐ σῴζεται μὴ μετὰ τοῦ δραστηρίου τεταγμένον Th.2.63, πάντας καθεῖλε τῷ νομίμῳ δραστηρίῳ Lyr.Adesp. en PAnt.115a.20, cf. M.Ant.6.48
•τὸ δ. efectividad del estilo de Demóstenes, D.H.Dem.21.4.
2 ὁ δ. activista, agitador πολλοὺς τῶν δραστηρίων τῶν τὰ τοῦ πλήθους πραττόντων ἐκ τρόπου δή τινος ἐπιτηδείου ἔφθειρον D.C.23.3.
III adv. -ίως activamente, con eficacia ὅταν ... δ. ἐνεργῇ de la alegría, Ph.1.104, δ. καὶ δημιουργικῶς Syrian.in Metaph.82.31, cf. Iul.Ep.10.403d, Hierocl.in CA 26.9.
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM δραστήριος, -ον, Μ και -ιος, -ία, -ον)
1. ενεργητικός, ικανός για δράση
2. γόνιμος, αποτελεσματικός
αρχ.
1. αυτός που επιφέρει κακά αποτελέσματα, οδυνηρός
2. δουλικός.
Greek Monotonic
δραστήριος: -ον (δράω),·
1. ενεργητικός, αποτελεσματικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· τὸ δρ., δραστηριότητα, ενεργητικότητα, σε Θουκ.
2. με αρνητική σημασία, αυθάδης, ξεδιάντροπος, θρασύς, σε Ευρ.