ἐξολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[ἐξολισθαίνω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀλισθάνω]].
|btext=<i>att. c.</i> [[ἐξολισθαίνω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀλισθάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ώλισθον</i>· [[ξεγλιστρώ]], [[αποφεύγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρεκκλίνω]], [[εξοστρακίζομαι]], όπως το [[δόρυ]] εξοστρακίζεται από ένα στερεό [[σώμα]] (όταν χτυπήσει πάνω του), σε Ευρ.· [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]], σε Αριστοφ.· με αιτ., [[παρακάμπτω]], [[αποφεύγω]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξολισθάνω Medium diacritics: ἐξολισθάνω Low diacritics: εξολισθάνω Capitals: ΕΞΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: exolisthánō Transliteration B: exolisthanō Transliteration C: eksolisthano Beta Code: e)colisqa/nw

English (LSJ)

later ἐξολεθρ-αίνω Epicur.Ep.2p.45U., Sm.Ps.35(36).3: aor. 2 -ώλισθον:—

   A glide off, slip away, ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν Il.20.470; glance off, as a spear-point from a hard substance, E.Ph.1383; αὐτῶν away from them, Arist.HA590b17; of leaves, drop off, Ael.NA12.18; slip out, escape, Hippon.37, Ar.Pax141; of things, Epicur.l.c., Fr.383 bis; of a bandage, Diocl.Fr.188; ἐ. εἰς ἡδονάς slip imperceptibly into... Hdn.1.3.1: c. acc., slip out of, διαβολάς Ar.Eq.491; ὡς μήποτ' ἐξολίσθῃ ἡμᾶς slip from our memory, Id.Ec.286.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξολισθάνω: (οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ -αίνω, ἴδε ὀλισθάνω): μέλλ. -ολισθήσω: ἀόρ. β΄ -ώλισθον, πίπτω ἐκ τῆς θέσεως ἐν ᾖ εὑρίσκομαι, ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν, «ἐξέπεσε δὲ τὸ ἧπαρ αὐτοῦ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Υ. 470· γλιστρῶ, ξεγλιστρῶ, ἐπὶ αἰχμῆς δόρατος ὅταν κτυπήσῃ ἐπὶ στερεοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὑφίζανον κύκλοις ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην Εὐρ. Φοίν. 1383· τινός, ἔκ τινος πράγματος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 18· ― διαφεύγω, ἐκφεύγω, Ἱππῶναξ παρ᾿ Ἀθην. 270Β, Ἀριστοφ. Εἰρ. 141· ἐπὶ πραγμάτων, φεύγω ἐκ τῆς μνήμης, ὁ αὐτὸς ἐν Ἐκκλ. 286· περιπίπτω λεληθότως, ῥᾷστα γὰρ αἱ τῶν νέων ψυχαὶ εἰς ἡδονὰς ἐξολισθαίνουσι Ἡρῳδιαν. 1. 3, 4· ― μετ᾿ αἰτ., ἐκφεύγω ἐκ τινος, Λατ. eludere, διαβολὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 491. ΙΙ. διαπίπτω, διαρρέω, τὰς ἀτόμους ἐξολισθεῖν καὶ διαλυθῆναι Πλούτ. 2. 398Α.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἐξολισθαίνω.
Étymologie: ἐξ, ὀλισθάνω.

Greek Monotonic

ἐξολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, αόρ. βʹ -ώλισθον· ξεγλιστρώ, αποφεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· παρεκκλίνω, εξοστρακίζομαι, όπως το δόρυ εξοστρακίζεται από ένα στερεό σώμα (όταν χτυπήσει πάνω του), σε Ευρ.· διαφεύγω, ξεφεύγω, σε Αριστοφ.· με αιτ., παρακάμπτω, αποφεύγω, στον ίδ.