ἐπικαλύπτω: Difference between revisions
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
(13) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπικαλύπτω]])<br />[[σκεπάζω]] από [[πάνω]], [[τοποθετώ]] ως [[κάλυμμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλύπτω]] μια [[επιφάνεια]] με [[άλλη]] ύλη, [[επενδύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> [[σκεπάζω]], [[αποκρύπτω]] («ἡ [[ἐπωνυμία]] ἐπικεκάλυπται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισκοτίζω]]. | |mltxt=(AM [[ἐπικαλύπτω]])<br />[[σκεπάζω]] από [[πάνω]], [[τοποθετώ]] ως [[κάλυμμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλύπτω]] μια [[επιφάνεια]] με [[άλλη]] ύλη, [[επενδύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεν.</b> [[σκεπάζω]], [[αποκρύπτω]] («ἡ [[ἐπωνυμία]] ἐπικεκάλυπται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισκοτίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκεπάζω]], [[κλείνω]], [[συγκαλύπτω]], [[κρύβω]], [[τυλίγω]], σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[θέτω]] ως [[σκέπαστρο]], [[επικάλυμμα]], βλεφάρων ἐπ. [[φᾶρος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
A cover over, cover up, shroud, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει v.l. in Hes.Th.798; of snow covering a track, X. Cyn.8.1; ἐ. τὴν ἀπορίαν Pl.Chrm.169d; τοὺς ὀφθαλμούς Sor.1.106:— Pass., to be covered over, veiled, ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Pl.Cra.395b; ἐπικαλύπτεσθαι τὸν νοῦν πάθει ἢ ὕπνῳ is darkened, obscured, Arist. de An.429a7. II. put as a covering over, βλεφάρων φᾶρος E.HF642 codd. (lyr.):—Pass., τῶν βλεφάρων -κεκαλυμμένων when the eyelids are drawn down, Arist.Sens.437a25.
German (Pape)
[Seite 945] überdecken, bedecken, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει Hes. Th. 798; βλεφάρων φάος Eur. Herc. Fur. 642; τὴν ἀπορίαν Plat. Charm. 169 d; verdunkeln, ἡ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Crat. 395 b; τὸν νοῦν πάθει Arist. de anim. 3, 3; Sp., wie Luc. Necyom. 18 Plut. Sol. 15.
French (Bailly abrégé)
recouvrir, cacher, acc..
Étymologie: ἐπί, καλύπτω.
Spanish
English (Strong)
from ἐπί and καλύπτω; to conceal, i.e. (figuratively) forgive: cover.
English (Thayer)
(1st aorist ἐπεκαλυφθην); to cover over: αἱ ἁμαρτίαι ἐπικαλυπτονται, are covered over so as not to come to view, i. e. are pardoned, Psalm 32:1>).
Greek Monolingual
(AM ἐπικαλύπτω)
σκεπάζω από πάνω, τοποθετώ ως κάλυμμα
νεοελλ.
καλύπτω μια επιφάνεια με άλλη ύλη, επενδύω
αρχ.
1. γεν. σκεπάζω, αποκρύπτω («ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται», Πλάτ.)
2. επισκοτίζω.
Greek Monotonic
ἐπικᾰλύπτω: μέλ. -ψω,
I. σκεπάζω, κλείνω, συγκαλύπτω, κρύβω, τυλίγω, σε Ησίοδ., Πλάτ.
II. θέτω ως σκέπαστρο, επικάλυμμα, βλεφάρων ἐπ. φᾶρος, σε Ευρ.