εὐειδής: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(15)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει ωραία [[μορφή]] ([[είδος]]), ο [[ωραίος]], ο όμορφος («[[γυνή]] προσελθούσα καλή και [[ευειδής]]», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐειδές</i><br />η [[καλλονή]], η [[ομορφιά]] του προσώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]] «όψη»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ειδής</i>, <i>ωο</i>-<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει ωραία [[μορφή]] ([[είδος]]), ο [[ωραίος]], ο όμορφος («[[γυνή]] προσελθούσα καλή και [[ευειδής]]», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐειδές</i><br />η [[καλλονή]], η [[ομορφιά]] του προσώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]] «όψη»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ειδής</i>, <i>ωο</i>-<i>ειδής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), καλοφτιαγμένος, [[εμφανίσιμος]], όμορφος, [[ωραίος]], [[περικαλλής]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐειδής Medium diacritics: εὐειδής Low diacritics: ευειδής Capitals: ΕΥΕΙΔΗΣ
Transliteration A: eueidḗs Transliteration B: eueidēs Transliteration C: eveidis Beta Code: eu)eidh/s

English (LSJ)

ές,

   A well-shaped, comely, γυνή Il.3.48; prop. of female beauty (v. Eust. adloc.), cf. Hes. Th.250, Thgn.1002, Pi.I.8(7).31, B. 12.102, Hdt.1.196 (Sup.), al., Pl.Cri.44a, X.Mem.3.11.4; of males, Hdt.1.112, 6.32 (Sup.), A.Pers.324, E. Hel.1540, X.HG5.3.9: generally, beautiful, χρωτὸς εὐειδὴς φύσις E.Alc.174; τὸ εὐ. beauty of face, Cret. usage mentioned by Arist. Po.1461a14.

German (Pape)

[Seite 1063] ές, wohl gestaltet, γυνή Il. 3, 47, nach Eust. vorzugsweise von Frauen; ἄλοχος Pind. I. 7, 28; Γαλάτεια Hes. Th. 250; Λάκαινα κόρη Theogn. 1002; ἀνήρ Aesch. Pers. 316; χρωτὸς εὐειδῆ φύσιν Eur. Alc. 172; von Frauen auch Her. 3, 1. 3, wie Plat. Crit. 44 a; von Männern Her. 6, 32; Xen. An. 2, 3, 3, wie Plat. Rep. VI, 494 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐειδής: -ές, ἔχων καλὸν εἶδος, ὡραίαν μορφήν, γυνὴ Ἰλ. Γ. 48· κυρίως ἐπὶ καλλονῆς γυναικείας (ἴδε Εὐστ. ἐν τόπ.), πρβλ. Ἡσ. Θ. 250, Θέογν. 1002, Πινδ. Ι. 8. (7). 61. Πλάτ. Κρίτωνα 44 Α, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· ἀλλ’ ἐπὶ ἀρρένων, Ἡρόδ. 1. 32, 112., 6. 32 (ἐν τῷ Ὑπερθ.) Αἰσχύλ. Πέρσ. 324, Εὐρ. Ἑλ. 1540, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 9: καθόλου ὡραῖος, χρωτὸς εὐειδὴς φύσις Εὐρ. Ἄλκ. 174: - τὸ εὐειδές, καλοννὴ προσώπου, τὸ εὐηδὲς οἱ Κρῆτες εὐπρόσωπον καλοῦσι Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 25. 16.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’aspect agréable, beau, gracieux;
Sp. εὐειδέστατος.
Étymologie: εὖ, εἶδος.

English (Autenrieth)

ές (ϝεῖδος): beautiful, Il. 3.48†.

English (Slater)

εὐειδής
   1 of fine appearance ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (I. 8.28)

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐειδής, -ές)
αυτός που έχει ωραία μορφή (είδος), ο ωραίος, ο όμορφος («γυνή προσελθούσα καλή και ευειδής», Παπαδ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐειδές
η καλλονή, η ομορφιά του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειδής (< είδος «όψη»), πρβλ. δυσ-ειδής, ωο-ειδής].

Greek Monotonic

εὐειδής: -ές (εἶδος), καλοφτιαγμένος, εμφανίσιμος, όμορφος, ωραίος, περικαλλής, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.