κάννα: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κάννη]], η (AM [[κάννα]] και [[κάννη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συνηθέστ. στον τ. [[κάννη]]) ο [[χαλύβδινος]] [[σωλήνας]] τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. [[μέσα]] από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το [[βλήμα]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] καννίδες<br /><b>μσν.</b><br />[[μέτρο]] ύψους ίσο με [[οκτώ]] σπιθαμές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλάμι]], [[ράβδος]], [[πάσσαλος]] από [[καλάμι]]<br /><b>2.</b> [[πλέγμα]] από καλάμια, [[ψάθα]], [[ψαθί]]<br /><b>3.</b> [[καλαμωτή]], καλαμένιο [[περίφραγμα]], [[φράχτης]] από καλάμια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. (<b>[[πρβλ]].</b> ακκαδ. <i>qanu</i>, εβρ. <i>qanẽ</i>), οι ρίζες της οποίας ανάγονται στις μεσοποταμιακές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> σουμερ. <i>gin</i>) Τη λ. δανείστηκε από την ελλ. η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>canna</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κάνιστρο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάνασθον]], [[κάνα]](<i>ν</i>)<i>στρον</i>, <i>κάνε</i>(<i>ι</i>)<i>ον</i>, [[κάνης]], [[κάνυστρον]], <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αβος</i>, <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αθρον</i>, [[καννωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καναδόκα]], [[καννοπλόκος]], [[καννοχερσαία]]]. | |mltxt=και [[κάννη]], η (AM [[κάννα]] και [[κάννη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συνηθέστ. στον τ. [[κάννη]]) ο [[χαλύβδινος]] [[σωλήνας]] τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. [[μέσα]] από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το [[βλήμα]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] καννίδες<br /><b>μσν.</b><br />[[μέτρο]] ύψους ίσο με [[οκτώ]] σπιθαμές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλάμι]], [[ράβδος]], [[πάσσαλος]] από [[καλάμι]]<br /><b>2.</b> [[πλέγμα]] από καλάμια, [[ψάθα]], [[ψαθί]]<br /><b>3.</b> [[καλαμωτή]], καλαμένιο [[περίφραγμα]], [[φράχτης]] από καλάμια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. (<b>[[πρβλ]].</b> ακκαδ. <i>qanu</i>, εβρ. <i>qanẽ</i>), οι ρίζες της οποίας ανάγονται στις μεσοποταμιακές γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> σουμερ. <i>gin</i>) Τη λ. δανείστηκε από την ελλ. η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>canna</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κάνιστρο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάνασθον]], [[κάνα]](<i>ν</i>)<i>στρον</i>, <i>κάνε</i>(<i>ι</i>)<i>ον</i>, [[κάνης]], [[κάνυστρον]], <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αβος</i>, <i>κάν</i>(<i>ν</i>)<i>αθρον</i>, [[καννωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καναδόκα]], [[καννοπλόκος]], [[καννοχερσαία]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάννα:''' ή [[κάννη]], -ης, ἡ, [[καλάμι]], Λατ. [[canna]]· σε πληθ., καλαμένιο [[πλέγμα]], [[φράκτης]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
or κάννη, ης, ἡ,
A pole-reed, Arundo Donax, Plb.14.1.15; κάννας τιμά (prob. for making pens) SIG241.103 (Delph., iv B.C.). 2 reed-mat, Cratin.197, Eup.228, dub. in IG12.330.12: in pl., reedfence, Ar.V.394, Pherecr.63. (Cf. Bab. [kudot ]anû, Hebr. [kudot ]āneh 'reed'.)
German (Pape)
[Seite 1321] ἡ, Poll. 10, 184, gew. plur., das Rohr; das aus Rohr Geflochtene, sowohl Decke, Matte, als bes. aus Rohrgeflecht gemachtes Gehege, z. B. um die Bildsäulen, Ar. Vesp. 394, sonst auch γέῤῥα genannt; VLL. erkl. ψίαθοι.
Greek (Liddell-Scott)
κάννα: ἢ κάννη, ης, ἡ, κάλαμος, Λατ. canna: πλέγμα ἐκ καλάμων χρησιμεῦον διὰ περιφράγματα, Κρατῖνος ἐν “Πυτίνῃ” 12, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 184, Ἀριστοφ. Σφ. 394, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «’Ιπνῷ» 8. (Ἐντεῦθεν, κάναθρον ἢ κάνναθρον, κάνεον: ἴσως ἡ ῥίζα εἶναι Σημιτική· πρβλ. kânek).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
roseau, plante.
Étymologie: DELG emprunt sémit.
Greek Monolingual
και κάννη, η (AM κάννα και κάννη)
νεοελλ.
1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα
2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες
μσν.
μέτρο ύψους ίσο με οκτώ σπιθαμές
αρχ.
1. καλάμι, ράβδος, πάσσαλος από καλάμι
2. πλέγμα από καλάμια, ψάθα, ψαθί
3. καλαμωτή, καλαμένιο περίφραγμα, φράχτης από καλάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. (πρβλ. ακκαδ. qanu, εβρ. qanẽ), οι ρίζες της οποίας ανάγονται στις μεσοποταμιακές γλώσσες (πρβλ. σουμερ. gin) Τη λ. δανείστηκε από την ελλ. η λατ. (πρβλ. λατ. canna).
ΠΑΡ. κάνιστρο(ν)
αρχ.
κάνασθον, κάνα(ν)στρον, κάνε(ι)ον, κάνης, κάνυστρον, κάν(ν)αβος, κάν(ν)αθρον, καννωτός.
ΣΥΝΘ. καναδόκα, καννοπλόκος, καννοχερσαία].
Greek Monotonic
κάννα: ή κάννη, -ης, ἡ, καλάμι, Λατ. canna· σε πληθ., καλαμένιο πλέγμα, φράκτης, σε Αριστοφ.