καρίς: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρίς]] και δωρ. τ. [[κουρίς]] ή [[κωρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[ονομασία]] μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η [[γαρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. [[μορφή]] του [[κάραβος]] «[[καραβίδα]]», [[οπότε]] οι τ. [[κωρίς]] και [[κουρίς]] μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. [[σύνδεση]] με τα [[κώρα]], [[κούρη]] «[[κορίτσι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. ασιατικής προελεύσεως που συνδέεται πιθ. με το αρμ. <i>karič</i> «[[σκορπιός]]». Η αρχ. ετυμολ. <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]], [[επειδή]] η [[κεφαλή]] της γαρίδας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο [[μέρος]] του σώματος της, [[είναι]] [[μάλλον]] [[παρετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καριδάριον]], [[καρίδιον]], [[καριδώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καριδίτσα]]].
|mltxt=[[καρίς]] και δωρ. τ. [[κουρίς]] ή [[κωρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[ονομασία]] μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η [[γαρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. [[μορφή]] του [[κάραβος]] «[[καραβίδα]]», [[οπότε]] οι τ. [[κωρίς]] και [[κουρίς]] μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. [[σύνδεση]] με τα [[κώρα]], [[κούρη]] «[[κορίτσι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. ασιατικής προελεύσεως που συνδέεται πιθ. με το αρμ. <i>karič</i> «[[σκορπιός]]». Η αρχ. ετυμολ. <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]], [[επειδή]] η [[κεφαλή]] της γαρίδας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο [[μέρος]] του σώματος της, [[είναι]] [[μάλλον]] [[παρετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καριδάριον]], [[καρίδιον]], [[καριδώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καριδίτσα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾱρίς:''' γεν. καρίδος [ῑ], <i>ἡ</i>, μικρή [[γαρίδα]] ή [[μεγάλη]] [[γαρίδα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱρίς Medium diacritics: καρίς Low diacritics: καρίς Capitals: ΚΑΡΙΣ
Transliteration A: karís Transliteration B: karis Transliteration C: karis Beta Code: kari/s

English (LSJ)

(v. sub fin.), ἡ, prob. a general term for small crustaceans, incl.

   A shrimp (Crangon) and prawn (Palaemon), Anan.5, Arist.HA 525a33, Luc.Merc.Cond.3; Dor.κουρίς Epich.31, Sophr.26, cf.Hsch., or κωρίς Epich.89. [ῐ in Anan. l.c., Ar.V.1522 (lyr.), Cratin.283, Eup.7, 107: later ῑ, gen. ῖδος, Arar.8, Anaxandr.22, Eub.78, Archestr. Fr.25, Numen. ap. Ath.7.287c.]

German (Pape)

[Seite 1327] ῖδος, ἡ, auch ίδος, bes. att., ein kleiner länglicher Seekrebs, Squillenkrebs; Ath. III, 105 mit Beispielen aus den Comic.; Ar. Vesp. 1522, wo ι kurz ist; vgl. Lob. zu Phryn. p. 171.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱρίς: (περὶ τῆς γεν. ἴδε ἐν τέλει), ἡ˙ - μικρὸν ὀστρακόδερμον, κοινῶς «καρίδα» ἢ «γαρίδα», Ἀναν. 1, καὶ παρὰ κωμικοῖς (ἴδε κατωτ.)˙ Δωρ. κουρὶς ἢ κωρίς, Σώφρων, Ἐπίχ. καὶ Σιμωνίδ. παρ’ Ἀθην. 106D καὶ Ε. (ῐ παρ’ Ἀναν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 1522, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 26, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 3, ἐν «Δημ.» 21˙ ἀλλὰ βραδύτερον ῑ, γεν. ῖδος, Ἀραρος, Ἄλεξις, Εὔβουλος, κλ. παρ’ Ἀθην. 105 κἑξ.˙ πρβλ. Spitzn. Vers. Heroic. σ. 49, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 171).

French (Bailly abrégé)

ῖδος ou ίδος (ἡ) :
squille, écrevisse de mer, poisson.
Étymologie: DELG dim. populaire de κάραβος.

Greek Monolingual

καρίς και δωρ. τ. κουρίς ή κωρίς, -ίδος, ἡ (Α)
ονομασία μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η γαρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. μορφή του κάραβος «καραβίδα», οπότε οι τ. κωρίς και κουρίς μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. σύνδεση με τα κώρα, κούρη «κορίτσι». Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. ασιατικής προελεύσεως που συνδέεται πιθ. με το αρμ. karič «σκορπιός». Η αρχ. ετυμολ. < κάρα, επειδή η κεφαλή της γαρίδας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του σώματος της, είναι μάλλον παρετυμολογία.
ΠΑΡ. αρχ. καριδάριον, καρίδιον, καριδώ
μσν.
καριδίτσα].

Greek Monotonic

κᾱρίς: γεν. καρίδος [ῑ], , μικρή γαρίδα ή μεγάλη γαρίδα, σε Αριστοφ.