μεταστρατοπεδεύω: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[μεταστρατοπεδεύω]])<br />(ενεργ. και μέσ.) [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[στρατοπεδεύω]] σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]] («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον [[χωρίον]]», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=(Α [[μεταστρατοπεδεύω]])<br />(ενεργ. και μέσ.) [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[στρατοπεδεύω]] σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]] («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον [[χωρίον]]», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A shift one's ground or camp, Plb.3.112.2, D.S. 14.32, Plu.2.228d:—Med., X.Cyr.3.3.23; πρὸς τὸ ἄστυ Id.Ages.2.18; εἰς τὸν ἕτερον χάρακα D.H.9.6 (Act. as v.l.).
German (Pape)
[Seite 154] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ ἄστυ, Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστρᾰτοπεδεύω: μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ.
French (Bailly abrégé)
changer de campement.
Étymologie: μετά, στρατοπεδεύω.
Greek Monolingual
(Α μεταστρατοπεδεύω)
(ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
μεταστρᾰτοπεδεύω: μέλ. -σω, μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, αλλάζω στρατόπεδο, σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.