πολυπείρων: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έλθει από τα πέρατα, που έχει συγκεντρωθεί από διάφορα [[σημεία]] («εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαόν», Υμν. Δήμ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απλωμένα, ανοιχτά πέρατα, ανοιχτά [[σύνορα]] («πολυπείρονας ὅρμους», <b>Ορφ.</b> Αργ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πείρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέρας]] / [[πεῖρας]], -<i>ατος</i> «όριο, [[σύνορο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>πείρων</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έλθει από τα πέρατα, που έχει συγκεντρωθεί από διάφορα [[σημεία]] («εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαόν», Υμν. Δήμ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απλωμένα, ανοιχτά πέρατα, ανοιχτά [[σύνορα]] («πολυπείρονας ὅρμους», <b>Ορφ.</b> Αργ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πείρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέρας]] / [[πεῖρας]], -<i>ατος</i> «όριο, [[σύνορο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>πείρων</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολῠπείρων:''' -ον ([[πεῖρας]]), αυτός που έχει πολλές οριακές γραμμές, [[πολυμερής]], [[πολλαπλός]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (πεῖρας)
A with many boundaries, manifold, λαός h.Cer.296. 2 with wide boundaries, opp. ἀπείρων, Orph.A.33.
German (Pape)
[Seite 668] ον, eigtl. viel begränzt, aus vielen Gränzen, Gegenden, λαός, H. h. Cer. 297; übh. mannichfaltig, Orph. Arg. 33.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπείρων: -ον, (πεῑρας) ὁ ἐκ πολλῶν περάτων συνελθών, παντοδαπός, παντοειδής, εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 297. 2) ὁ ἔχων εὐρέα ὅρια, ἀντίθετ. τῷ ἀπείρων, Ὀρφ. Ἀργ. 33.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 qui a de nombreuses limites ; qui a de nombreuses contrées, de nombreuses populations;
2 p. ext. multiple, varié.
Étymologie: πολύς, πέρας.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει έλθει από τα πέρατα, που έχει συγκεντρωθεί από διάφορα σημεία («εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαόν», Υμν. Δήμ.)
2. αυτός που έχει απλωμένα, ανοιχτά πέρατα, ανοιχτά σύνορα («πολυπείρονας ὅρμους», Ορφ. Αργ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πείρων (< πέρας / πεῖρας, -ατος «όριο, σύνορο»), πρβλ. α-πείρων].
Greek Monotonic
πολῠπείρων: -ον (πεῖρας), αυτός που έχει πολλές οριακές γραμμές, πολυμερής, πολλαπλός, σε Ομηρ. Ύμν.