ῥίγιον: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(36) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (συγκρ. του <i>ῥῑγος</i>)<br /><b>1.</b> ψυχρότερα («[[ποτὶ]] ἔσπερα [[ῥίγιον]] ἔσται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ [[ῥίγιον]] [[ἄλλο]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκρ. [[βαθμός]] του [[ῥῖγος]], [[κατά]] το αρχ. [[σχήμα]] [[ἄλγος]]: <i>ἀλίων</i>: <i>ἄλγιστος</i>, [[κέρδος]]: [[κερδίων]]: [[κέρδιστος]]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (συγκρ. του <i>ῥῑγος</i>)<br /><b>1.</b> ψυχρότερα («[[ποτὶ]] ἔσπερα [[ῥίγιον]] ἔσται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ [[ῥίγιον]] [[ἄλλο]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκρ. [[βαθμός]] του [[ῥῖγος]], [[κατά]] το αρχ. [[σχήμα]] [[ἄλγος]]: <i>ἀλίων</i>: <i>ἄλγιστος</i>, [[κέρδος]]: [[κερδίων]]: [[κέρδιστος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥίγιον:''' ουδ. συγκρ. επίθ. από το [[ῥῖγος]]· ψυχρότερο, πιο [[κρύο]], πιο παγωμένο, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., φοβερότερο, τρομακτικότερο, φρικτότερο, πιο οικτρό, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Comp. neut. Adj. formed from ῥιγέω,
A more horrible or miserable, τό οἱ καὶ ῥ. ἔσται Il.1.325, cf. 563, 11.405; τὸ δὲ ῥ . . . ἄλγεα πάσχειν Od.20.220; [γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Hes.Op.703; cf. Semon.6. II colder, ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Od. 17.191.—The masc. ῥιγίων is not found.
German (Pape)
[Seite 842] neutr. comp. ohne posit., von ῥῖγος, frostiger, kälter, Cd. 17, 191; übh. schauderhafter, schrecklicher, schlimmer für Einen, τινί, oft bei Hom., wie τό οἱ καὶ ῥίγιον ἔσται, Il. 1, 325; Hes. O. 701; sp. D. Das masc. u. fem. scheint nicht vorzukommen; den superl. ῥίγιστος s. unten.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίγιον: συγκρ. οὐδέτ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ῥῖγος, ψυχρότερον, παγερώτερον, ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Ὀδ. Ρ. 191. ΙΙ. μεταφ. φοβερώτερον, οἰκτρότερον, τὸ οἱ καὶ ῥ. ἔσται Ἰλ. Α. 325, πρβλ. 563, Λ. 405˙ τὸ δὲ ῥ. ἔσται ... ἄλγεα πάσχειν Ὀδ. Υ. 220˙ κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 701˙ πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7. - Τὸ ἀρσεν. ῥιγίων φαίνεται ὅτι δὲν ἀπαντᾷ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 plus froidement;
2 fig. d’une manière plus terrible, plus fâcheuse.
Étymologie: Cp. dérivé de ῥῖγος ; cf. ῥίγιστος.
English (Autenrieth)
(ϝρῖγος), comp.: colder, Od. 17.191; met., more horrible, more terrible, cf. ἄλγιον.—Sup., ῥίγιστος, ῥίγιστα, Il. 5.873†.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (συγκρ. του ῥῑγος)
1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.)
2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος].
Greek Monotonic
ῥίγιον: ουδ. συγκρ. επίθ. από το ῥῖγος· ψυχρότερο, πιο κρύο, πιο παγωμένο, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., φοβερότερο, τρομακτικότερο, φρικτότερο, πιο οικτρό, σε Όμηρ.