συναφίστημι: Difference between revisions
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. [[συναπίσταμαι]] και αττ. τ. ξυναφίστημι Α<br /><b>παθ.</b> <i>συναφίσταμαι</i><br />[[επαναστατώ]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>μσν.</b><br />[[αποχωρώ]], αποσύρομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αίτιος]] της αποστασίας κάποιου<br /><b>2.</b> [[κινώ]] σε [[επανάσταση]], [[ξεσηκώνω]]<br /><b>3.</b> [[απομακρύνω]] ή [[αποσπώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[παύω]] να [[υπάρχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀφίστημι]] / <i>ἀφίσταμαι</i> «[[απέχω]], [[επαναστατώ]], [[απομακρύνω]]»]. | |mltxt=ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. [[συναπίσταμαι]] και αττ. τ. ξυναφίστημι Α<br /><b>παθ.</b> <i>συναφίσταμαι</i><br />[[επαναστατώ]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>μσν.</b><br />[[αποχωρώ]], αποσύρομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αίτιος]] της αποστασίας κάποιου<br /><b>2.</b> [[κινώ]] σε [[επανάσταση]], [[ξεσηκώνω]]<br /><b>3.</b> [[απομακρύνω]] ή [[αποσπώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[παύω]] να [[υπάρχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀφίστημι]] / <i>ἀφίσταμαι</i> «[[απέχω]], [[επαναστατώ]], [[απομακρύνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συναφίστημι:''' Ιων. συν-απ-· αόρ. αʹ <i>συναπέστησα</i>· [[υποκινώ]] από κοινού σε [[αποστασία]], σε Θουκ. — Παθ., Ιων. [[συναπίσταμαι]], με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[επαναστατώ]] ή εξεγείρομαι σε [[αποστασία]] από κοινού με άλλους, με δοτ. ή απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. συναπ-,
A draw into revolt together, Th.1.56; cause to desert, J.BJ 1.24.2:—Pass., Ion. συναπίσταμαι, with aor. 2 and pf. Act., fall off or revolt along with, τινι Hdt.5.37,104; ὁ δῆμος οὐ ξυναφίσταται τοῖς ὀλίγοις Th.3.47; οἱ ξυναποστάντες Id.1.104; τὰ ξυναφεστῶτα Χωρία ib.59, cf. Jul.Or.1.26c. 2 retire together with, Dam.Pr. 305.
German (Pape)
[Seite 1005] (s. ἵστημι), mit od. zugleich abstellen, abtrünnig machen, δείσαντες, μὴ ἀπ οστῶσιν τούς τε ἄλλους ξυναποστήσωσι ξυμμάχους Thuc. 1, 56; – med. nebst intrans. tempp. sich mit entfernen, mit abfallen; Her. 5, 37. 104; ὁ δῆμος οὐ ξυναφίσταται τοῖς όλίγοις Thuc. 3, 47, u. öfter. συναφομοιόω, mit od. zugleich ähnlich machen, συναφομοιοῦται χροιᾷ Plut. discr. ad. et am. 12.
Greek (Liddell-Scott)
συναφίστημι: Ἰων. συναπ-· ἀόρ. αϳ συναπέστησα, συναπομακρύνω, συναποσπῶ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 2· συναφιστάνειν τὸ σῶμα τῆς γῆς Κλήμ. Ἀλ. 854. ΙΙ. κινῶ ὁμοῦ εἰς ἀποστασίαν, Θουκ. 1. 59. ― Παθητ., Ἰων. συναπίσταμαι, μετ’ ἀορ. βϳ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐπαναστατῶ, ἐξεγείρομαι εἰς ἀποστασίαν ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 5. 37, 104, Θουκ. 1. 56, κ. ἀλλ.· ὁ δῆμος ξυναφίσταται τοῖς ὀλίγοις ὁ αὐτ. 3. 39· οἱ ξυναποστάντες ὁ αὐτ. 1. 104· τὰ ξυναφεστῶτα χωρία αὐτόθι 59. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.
French (Bailly abrégé)
ao. συναπέστησα, ao.2 συναπέστην;
1 tr. détourner ensemble ; faire déserter ensemble;
2 intr. (à l’ao.2, aux pf. et pqp., et au Moy.) se détourner ou s’éloigner ensemble ou avec, τινι ; τὰ ξυναφεστῶτα χωρία THC les territoires qui avaient fait défection.
Étymologie: σύν, ἀφίστημι.
Greek Monolingual
ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. συναπίσταμαι και αττ. τ. ξυναφίστημι Α
παθ. συναφίσταμαι
επαναστατώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
μσν.
αποχωρώ, αποσύρομαι
αρχ.
1. γίνομαι αίτιος της αποστασίας κάποιου
2. κινώ σε επανάσταση, ξεσηκώνω
3. απομακρύνω ή αποσπώ κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
4. παθ. παύω να υπάρχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφίστημι / ἀφίσταμαι «απέχω, επαναστατώ, απομακρύνω»].
Greek Monolingual
ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. συναπίσταμαι και αττ. τ. ξυναφίστημι Α
παθ. συναφίσταμαι
επαναστατώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
μσν.
αποχωρώ, αποσύρομαι
αρχ.
1. γίνομαι αίτιος της αποστασίας κάποιου
2. κινώ σε επανάσταση, ξεσηκώνω
3. απομακρύνω ή αποσπώ κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
4. παθ. παύω να υπάρχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφίστημι / ἀφίσταμαι «απέχω, επαναστατώ, απομακρύνω»].
Greek Monotonic
συναφίστημι: Ιων. συν-απ-· αόρ. αʹ συναπέστησα· υποκινώ από κοινού σε αποστασία, σε Θουκ. — Παθ., Ιων. συναπίσταμαι, με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., επαναστατώ ή εξεγείρομαι σε αποστασία από κοινού με άλλους, με δοτ. ή απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ.