τορύνη: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />[[κουτάλα]] για το [[ανακάτεμα]] του φαγητού στη [[χύτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[τορύνη]] έχει προέλθει μέσω ενός τ. <i>τυρ</i>-<i>ύνη</i> (με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ο</i>-) από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>twer</i>- «[[κουνώ]], [[γυρίζω]] [[γρήγορα]], [[ανακατεύω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>dweran</i> «[[γυρίζω]] ζωηρά, [[ταράζω]]», <i>dwiril</i> «[[ράβδος]] για [[ανακάτεμα]]») με [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>r</i>- ως -<i>υρ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[οτρύνω]], [[τύρβη]], πιθ. [[τυρός]]) με [[επίθημα]] -<i>ύνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορ</i>-<i>ύνη</i>, <i>σιβ</i>-<i>ύνη</i>, <i>χελ</i>-<i>ύνη</i>). Η [[άποψη]], [[ωστόσο]], αυτή, [[μολονότι]] μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική από σημασιολογική [[άποψη]], παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν, εξάλλου, και οι συνδέσεις της λ. [[τορύνη]] με τον τ. [[τόρνος]] ή με το λατ. <i>trua</i> «[[κουτάλα]]»].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σιτῶδές τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τον τ. [[τορύνη]] (Ι) «[[κουτάλι]]», αν υποτεθεί ότι δηλώνει ένα [[είδος]] πουρέ, δηλ. φαγητού λειωμένου με [[κουτάλι]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>eru</i>- «[[μασώ]], [[αλέθω]]» και συνδέεται με τη λ. [[πύρνος]] (<b>βλ. λ.</b> [[πύρνος]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />[[κουτάλα]] για το [[ανακάτεμα]] του φαγητού στη [[χύτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[τορύνη]] έχει προέλθει μέσω ενός τ. <i>τυρ</i>-<i>ύνη</i> (με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ο</i>-) από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>twer</i>- «[[κουνώ]], [[γυρίζω]] [[γρήγορα]], [[ανακατεύω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>dweran</i> «[[γυρίζω]] ζωηρά, [[ταράζω]]», <i>dwiril</i> «[[ράβδος]] για [[ανακάτεμα]]») με [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>r</i>- ως -<i>υρ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[οτρύνω]], [[τύρβη]], πιθ. [[τυρός]]) με [[επίθημα]] -<i>ύνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορ</i>-<i>ύνη</i>, <i>σιβ</i>-<i>ύνη</i>, <i>χελ</i>-<i>ύνη</i>). Η [[άποψη]], [[ωστόσο]], αυτή, [[μολονότι]] μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική από σημασιολογική [[άποψη]], παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν, εξάλλου, και οι συνδέσεις της λ. [[τορύνη]] με τον τ. [[τόρνος]] ή με το λατ. <i>trua</i> «[[κουτάλα]]»].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σιτῶδές τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τον τ. [[τορύνη]] (Ι) «[[κουτάλι]]», αν υποτεθεί ότι δηλώνει ένα [[είδος]] πουρέ, δηλ. φαγητού λειωμένου με [[κουτάλι]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>eru</i>- «[[μασώ]], [[αλέθω]]» και συνδέεται με τη λ. [[πύρνος]] (<b>βλ. λ.</b> [[πύρνος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τορύνη:''' [ῡ], ἡ ([[τόρος]]), [[αναδευτήρας]], [[κουτάλα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορῡνη Medium diacritics: τορύνη Low diacritics: τορύνη Capitals: ΤΟΡΥΝΗ
Transliteration A: torýnē Transliteration B: torynē Transliteration C: toryni Beta Code: toru/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A stirrer, ladle for stirring things while boiling, Sophr.110, Ar.Eq.984 (lyr.), Av.78; χρυσῆ τ. ἢ συκίνη Pl.Hp.Ma.290d.    II τορύνη· σιτῶδές τι, Hsch. [ῡ in Ar. ll. cc., but ῠ in AP6.305 (Leon.): nothing can be proved from Eup. 370.]

German (Pape)

[Seite 1130] ἡ, Rührkelle, Werkzeug, kochende Speisen umzurühren, Ar. Equ. 979 Av. 78, wo der Schol. sagt τὸ κινητήριον τῆς χύτρας; Plat. Hipp. mai. 290 b. Oft bei Ath. – [Υ findet sich kurz gebraucht von Eupolis nach Schol. Ar. Av. 78 u. Leon. Tar. 14 (VI, 305); vgl. Draco p. 86.

Greek (Liddell-Scott)

τορύνη: ἡ, (τόρος) μέγα μαγειρικὸν κοχλιάριον χρησιμεῦον ὡς κινητήριον τῶν ἐν τῇ χύτρᾳ μαγειρευομένων, κοινῶς «ξυλοκουτάλα», Λατ. tudicula, Ἀριστοφ. Ἱππ. 984, Ὄρν. 78, Σώφρονος Ἀποσπ. 73 Ahr.· χρυσῆ τ. ἢ συκίνη Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D. [ῡ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ῠ ἐν Ἀνθ. Π. 6. 305, πρβλ. Δράκοντα 86· οὐδὲν δυνάμεθα νὰ συμπεράνωμεν περὶ τῆς ποσότητος ἐκ τοῦ Εὐπόλιδος ἐν Ἀδήλ. 60].

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cuiller de bois, louche.
Étymologie:τείρω ou τόρνος.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
κουτάλα για το ανακάτεμα του φαγητού στη χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. τυρ-ύνη (με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο-) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας twer- «κουνώ, γυρίζω γρήγορα, ανακατεύω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. dweran «γυρίζω ζωηρά, ταράζω», dwiril «ράβδος για ανακάτεμα») με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- ως -υρ- (πρβλ. οτρύνω, τύρβη, πιθ. τυρός) με επίθημα -ύνη (πρβλ. κορ-ύνη, σιβ-ύνη, χελ-ύνη). Η άποψη, ωστόσο, αυτή, μολονότι μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη, παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν, εξάλλου, και οι συνδέσεις της λ. τορύνη με τον τ. τόρνος ή με το λατ. trua «κουτάλα»].———————— (II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σιτῶδές τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τον τ. τορύνη (Ι) «κουτάλι», αν υποτεθεί ότι δηλώνει ένα είδος πουρέ, δηλ. φαγητού λειωμένου με κουτάλι. Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα kweru- «μασώ, αλέθω» και συνδέεται με τη λ. πύρνος (βλ. λ. πύρνος)].

Greek Monotonic

τορύνη: [ῡ], ἡ (τόρος), αναδευτήρας, κουτάλα, σε Αριστοφ.