χαμεύνη: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χᾰμεύνη:''' ἡ, [[κρεβάτι]] πάνω στο [[έδαφος]], στρωμένο [[καταγής]], σε Αισχύλ., Ευρ.· γενικά, [[κρεβάτι]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''χᾰμεύνη:''' ἡ, [[κρεβάτι]] πάνω στο [[έδαφος]], στρωμένο [[καταγής]], σε Αισχύλ., Ευρ.· γενικά, [[κρεβάτι]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαμεύνη:''' дор. [[χαμεύνα|χᾰμεύνᾱ]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> постель на земле, подстилка Aesch., Eur., Theocr., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> низкая кровать или козлы для постели Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, for χαμαιεύνη,
A a bed on the ground, A.Ag.1540 (anap.), S.Fr.175, E.Rh.852, Theoc.13.33, A.R.4.883, Herod.3.16; χ. φυλλόστρωτος E.Rh.9 (anap.). 2 generally, bedstead, Ar.Av.816.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμεύνη: ἡ, ἀντὶ χαμαιεύνη, στιβάς, εὐνὴ ἢ κοίτη ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς ἐστρωμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1540, Εὐρ. Ρῆσ. 9. 849, Θεόκρ. 13. 33. 2) καθόλου, κλίνη, Ἀριστοφ. Ὄρν. 816.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 lit qu’on fait à terre;
2 bois de lit.
Étymologie: χαμαί, εὐνή.
Greek Monolingual
και χαμαιεύνη και δ. τ. χάμευνα και δωρ. τ. χαμεύνα, ἡ, Α
1. στρώμα για ύπνο τοποθετημένο καταγής
2. (γενικά) κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + εὐνή «κρεβάτι, κλίνη»].
Greek Monotonic
χᾰμεύνη: ἡ, κρεβάτι πάνω στο έδαφος, στρωμένο καταγής, σε Αισχύλ., Ευρ.· γενικά, κρεβάτι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χαμεύνη: дор. χᾰμεύνᾱ ἡ
1) постель на земле, подстилка Aesch., Eur., Theocr., Plut.;
2) низкая кровать или козлы для постели Arph.