δύσφρων: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λυπημένος]], [[θλιμμένος]], [[μελαγχολικός]], σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει κακή [[διάθεση]], [[κακεντρεχής]], [[εχθρικός]], [[κακοήθης]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[ἄφρων]], [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''δύσφρων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λυπημένος]], [[θλιμμένος]], [[μελαγχολικός]], σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει κακή [[διάθεση]], [[κακεντρεχής]], [[εχθρικός]], [[κακοήθης]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[ἄφρων]], [[ανόητος]], [[μωρός]], σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> безрассудный, безумный (sc. ἄνθρωποι Aesch.; φρένες Soph.);<br /><b class="num">2)</b> тягостный, гнетущий, печальный ([[στύγος]] Aesch.; [[ἄτη]] Soph.; λῦπαι Eur.);<br /><b class="num">3)</b> враждебный, роковой, губительный ([[ἰός]] Aesch.; λόγοι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A sad at heart, sorrowful, τὸ δ. στύγος A.Ag.547; ἄτα S.OC202 (lyr.); λῦπαι E. Andr.1043 (lyr.). II ill-disposed, malignant, δράκοντες A.Supp. 511; ἰός Id.Ag.834; οἱ δ. ib.608; λόγοι E.Andr.288 (lyr.). III = ἄφρων, senseless, insensate, A.Th.875 (lyr.); φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα S.Ant.1261 (lyr.). Adv. -όνως foolishly, rashly, A.Pers. 552 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 690] ονος, mißmüthig; – a) traurig; Aesch. Ag. 833; ἄτη Soph. O. C. 202; λῦπαι Eur. Andr. 1043; τὰ δύσφρονα, Traurigkeit, Pind. Ol. 2, 57. – b) übel gesinnt, feindselig; ἰός, δράκων, Aesch. Ag. 808 Suppl. 506; λόγοι Eur. Andr. 287; ἄνδρες Mel. 118 (VII, 79). – c) unsinnig, thöricht; Aesch. Spt. 836; so auch δυσφρόνως Pers. 544; vgl. Soph. Ant. 1247.
Greek (Liddell-Scott)
δύσφρων: -ον, γεν. -ονος, δύσθυμος, λίαν τεθλιμμένος, μελαγχολικός, τὸ δ. στύγος (ἴδε στύγος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 547· ἄτη Σοφ. Ο. Κ. 202· λῦπαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1043. ΙΙ. κακῶς διακείμενος, κακὴν διάθεσιν ἔχων, δράκοντες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 511, πρβλ. Ἀγ. 608, 834· λόγοι Εὐρ. Ἀνδρ. 287. ΙΙΙ. = ἄφρων, ἀνόητος, μωρός, Αἰσχύλ. Θήβ. 874· φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1261. - Ἐπίρρ. -όνως, ἀνοήτως, μωρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 552.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 triste, affligé;
2 malfaisant, funeste.
Étymologie: δυσ-, φρήν.
Spanish (DGE)
-ον
I 1insensato ἰώ, ἰὼ δύσφρονες A.Th.874, cf. Fr.154a.14, φρένες S.Ant.1261, τρόποι Com.Adesp.1064.11, αὐτὴ γὰρ (γαίη) δ. τὸν σὸν θεὸν οὐκ ἐνόησας Orac.Sib.6.22, cf. 2.340.
2 que causa turbación o dolor στύγος A.A.547, ἄτα S.OC 202, cf. E.Cyc.296, ἔρις E.Andr.490, λῦπαι E.Andr.1043, τηκεδών AP 7.475 (Diotim.).
3 hostil, enemigo, malévolo γάμος A.Supp.394, δράκοντες A.Supp.511, ἰός A.A.834, λόγοι E.Andr.288, ἄνδρες AP 7.79 (Mel.)
•subst. οἱ δύσφρονες los enemigos γυναῖκα ... πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν A.A.608, τὰ ... ἐκ γῆς δυσφρόνων μηνίματα las iras de los enemigos procedentes de la tierra, e.e. de los muertos hostiles A.Ch.278.
II adv. -όνως insensatamente πάντ' ἐπέσπε δ. A.Pers.552.
Greek Monolingual
δύσφρων (-ονος), -ον (Α)
1. δύσθυμος, μελαγχολικός
2. αυτός που έχει κακή διάθεση, εχθρικός
3. ανόητος, μωρός.
Greek Monotonic
δύσφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν)·
I. λυπημένος, θλιμμένος, μελαγχολικός, σε Τραγ.
II. αυτός που έχει κακή διάθεση, κακεντρεχής, εχθρικός, κακοήθης, σε Αισχύλ., Ευρ.
III. ἄφρων, ανόητος, μωρός, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δύσφρων: 2, gen. ονος
1) безрассудный, безумный (sc. ἄνθρωποι Aesch.; φρένες Soph.);
2) тягостный, гнетущий, печальный (στύγος Aesch.; ἄτη Soph.; λῦπαι Eur.);
3) враждебный, роковой, губительный (ἰός Aesch.; λόγοι Eur.).