ἴαμα: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(5) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἴᾱμα:''' Ιων. [[ἴημα]], -ατος, τό ([[ἰάομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μέθοδος]] ίασης, [[γιατρειά]], [[θεραπεία]], [[γιατρικό]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἴασις]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἴᾱμα:''' Ιων. [[ἴημα]], -ατος, τό ([[ἰάομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μέθοδος]] ίασης, [[γιατρειά]], [[θεραπεία]], [[γιατρικό]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἴασις]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἴᾱμα:''' ион. [[ἴημα]], ατος (ῑ) τό<br /><b class="num">1)</b> целительное средство, лекарство ([[ἤπια]] καὶ ἰσχυρὰ ἰήματα Her.; ἴ. καὶ [[φάρμακον]] πάθους τινός Plut.);<br /><b class="num">2)</b> исцеление (κακῶν Aesch., Plut.; παθημάτων Plat.): ἰάματα προσάπτειν τινί Luc. приписывать кому-л. исцеления; χαρίσματα ἰαμάτων NT дар исцеления. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. ἴημα, ατος, τό, (ἰάομαι)
A remedy, medicine, Hdt.3.130, Hp.Acut.6, Th.2.51, Pl.Lg.771c, etc.; στεναγμοί, τῶν πόνων ἰάματα v.l. in A.Fr.385. II = ἴασις, ἰάματα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τοῦ Ἀσκλαπιοῦ IG4.951.2(Epid.), cf. 1 Ep.Cor.12.9(pl.). 2 soothing, pacification, LXXEc.10.4.
German (Pape)
[Seite 1232] τό, ion. ἴημα, Heilmittel, Heilung; κακῶν Aesch. frg. 296; ἤπια ἰήματα Her. 3, 130; Hippocr.; ἴαμα τῶν παθημάτων γιγνόμενον Plat. Tim. 66 c; αἱ περὶ τὰ τῶν Κορυβάντων ἰάματα τελοῦσαι Legg. VII, 790 d; Sp., Luc. calumn. 17 ἴαμα προσάπτειν τινί, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἴᾱμα: Ἰων. ἴημα, τό, (ἰάομαι) μέσον ἰάσεως, ἰάτρευμα, θεραπεία, «ἰατρικόν», Ἡρόδ. 3. 130, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Θουκ. 2. 51, Πλάτ., κλ.· στεναγμοί, τῶν πόνων ἰάματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 382. ΙΙ. = ἴασις, Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιβ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
remède.
Étymologie: ἰάομαι.
English (Strong)
from ἰάομαι; a cure (the effect): healing.
English (Thayer)
ἰαματος, τό (ἰάομαι);
1. a means of healing, remedy, medicine; (Herodotus 3,130; Thucydides 2,51; Polybius 7,14, 2; Plutarch, Lucian, others).
2. a healing: plural, Plato, legg. 7, p. 790d.).
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἴαμα, Α ιων. τ. ἴημα)
μέσο θεραπείας, φάρμακο
μσν.-αρχ.
θεραπεία
αρχ.
καταπράυνση, κατευνασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + κατάλ. -μα (πρβλ. θρύλη-μα, ποίη-μα)].
Greek Monotonic
ἴᾱμα: Ιων. ἴημα, -ατος, τό (ἰάομαι)·
I. μέθοδος ίασης, γιατρειά, θεραπεία, γιατρικό, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. = ἴασις, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἴᾱμα: ион. ἴημα, ατος (ῑ) τό
1) целительное средство, лекарство (ἤπια καὶ ἰσχυρὰ ἰήματα Her.; ἴ. καὶ φάρμακον πάθους τινός Plut.);
2) исцеление (κακῶν Aesch., Plut.; παθημάτων Plat.): ἰάματα προσάπτειν τινί Luc. приписывать кому-л. исцеления; χαρίσματα ἰαμάτων NT дар исцеления.